pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 37

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
vestment

an item of clothing worn by priests or religious leaders

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vestment"
unrequited

having a feeling or desire that is not returned in the same way by another person

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unrequited"
untenable

(of a position, argument, theory, etc.) not capable of being supported, defended, or justified when receiving criticism or objection

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "untenable"
unregenerate

unimproved in terms of behavior or beliefs

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unregenerate"
unprecedented

never having existed or happened before

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unprecedented"
surveyor

a professional who measures and maps land to determine boundaries and features

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surveyor"
surveillance

the act of monitoring a person or place, especially by the police

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surveillance"
treble

the part in harmonic music or the voice with the highest pitch that belongs to a boy or female vocalist

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "treble"
to subsist

to keep existing, especially with limited food or money

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to subsist"
subsistence

a situation in which one has just enough money or food to survive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subsistence"
to substantiate

to prove something to be true by providing adequate evidence or facts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to substantiate"
substantive

connected to the essence or reality of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "substantive"
to reunite

to bring together again, especially after a period of separation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reunite"
to retrieve

to find and collect data stored on a computer

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to retrieve"
putrid

breaking down and rotting, typically referring to organic material

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "putrid"
putrescent

in the process of decomposing, resulting in a foul odor and visible breakdown of organic material

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "putrescent"
monastic

relating to people like monks, nuns, etc. who voluntarily made a public sacred promise to dedicate their life to a special duty

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monastic"
monastery

a building where a group of monks live and pray

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monastery"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek