pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 30

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
overwrought

emotionally distressed and worked up

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overwrought"
overweight

weighing more than what is considered healthy or desirable for one's body size and build

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overweight"
overweening

having too much pride or confidence in oneself

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overweening"
to overleap

to jump over something, usually a barrier

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overleap"
overlord

someone who is in a position of power, especially in the past

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overlord"
overproduction

the act of generating something in an excessive amount

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overproduction"
to overrun

to invade or overwhelm with a large number, surpassing defenses

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overrun"
ardent

showing a great amount of eagerness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ardent"
ardor

a feeling of deep affection and warmth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ardor"
arduous

requiring vigorous effort, particularly on a continuous basis

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arduous"
inedible

not capable of being eaten or is not safe for consumption

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inedible"
ineffable

indescribable or beyond words, often used to describe beauty or aesthetic experiences

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ineffable"
inefficacious

not effective in achieving the intended purpose

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inefficacious"
periodicity

the quality of happening again and again with a certain pattern

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "periodicity"
inevitable

bound to happen in a way that is impossible to avoid or prevent

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inevitable"
peripatetic

constantly traveling to different locations, particularly due to work

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peripatetic"
peripheral

relating or belonging to the edge or outer section of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peripheral"
periphery

the line or space around the external part of a thing or place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "periphery"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek