pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 22

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
photoelectric

related to the release of electrons from a surface in the process of lighting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "photoelectric"
photometer

a tool used for measuring the power of light

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "photometer"
photometry

the scientific measurement of light in terms of its intensity, color, and other properties

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "photometry"
phosphorescence

a light that is released for a long period of time even after its source energy is gone or finished

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "phosphorescence"
to subordinate

to make one obey without any question

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to subordinate"
subsequent

occurring or coming after something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subsequent"
subservience

the quality of obeying other people without any question

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subservience"
subservient

ready to do what an authority asks for without questioning it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subservient"
acute

characterized by severe intensity or seriousness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acute"
acumen

the quality of having a sharp sense of judgment and decision-making

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acumen"
bicameral

consisting of two law-making groups

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bicameral"
biennial

(of a plant) growing during the first year of its life, producing fruits or flowers and die in the second year

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biennial"
to bifurcate

to split something into two distinct parts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bifurcate"
bigamy

the act of marrying one person while still legally married to another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bigamy"
bilateral

possessing two sides

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bilateral"
bilingual

able to speak, understand, or use two languages fluently

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bilingual"
foursome

a group consisting of four members

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foursome"
fourth

coming or happening just after the third person or thing

[Καθοριστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fourth"
legion

an old-fashioned term for referring to army

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "legion"
legionary

a soldier who fights in a very large group that is a part of an army called legion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "legionary"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek