pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 35

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
to badger

to repeatedly annoy or harass someone with requests or questions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to badger"
badinage

a humorous comment or conversation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "badinage"
callosity

the quality of being emotionally insensitive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "callosity"
callous

showing or having an insensitive and cruel disregard for the feelings or suffering of others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "callous"
inexpedient

impractical, inconvenient, and inadvisable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inexpedient"
inexorable

emotionally insensitive and impossible to move

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inexorable"
inexplicable

not having the quality to be explained, justified, or perceived

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inexplicable"
inextensible

without the capacity to be enlarged

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inextensible"
pauper

a person who is financially in trouble

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pauper"
pauperism

the condition of being so poor that one does not have access to any food, support, or right

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pauperism"
to reestablish

to bring back a lost connection or a former condition

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reestablish"
retention

the act of keeping something that one already has

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "retention"
to reform

to make a society, law, system, or organization better or more effective by making many changes to it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reform"
reformer

a tool used for breaking down the molecules of oil or gas into smaller pieces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reformer"
obstinate

stubborn and unwilling to change one's behaviors, opinions, views, etc. despite other people's reasoning and persuasion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "obstinate"
obstinacy

the quality of unreasonably behaving or thinking in a particular way without considering opposite opinions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "obstinacy"
to perspire

to produce small drops of liquid on the surface of the skin, often as a result of physical exertion, anxiety, or heat

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to perspire"
perspiration

a salty liquid produced by skin cells as a result of high temperature, exercising, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perspiration"
to revert

to go back to a previous state, condition, or behavior

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to revert"
reversion

the act of going or changing something to the opposite side

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reversion"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek