pattern

Βιβλίο Insight - Άνω του μεσαίου - Μονάδα 6 - 6Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 - 6Α στο βιβλίο μαθημάτων Insight Upper-Intermediate, όπως "agenda", "develve", "credibility" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Upper-intermediate
agenda

a list of things that need to be considered, solved, or done

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agenda"
to expose

to put someone or something in a position in which they are vulnerable or are at risk

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to expose"
corruption

illegal and dishonest behavior of someone, particularly one who is in a position of power

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corruption"
to trace

to find someone or something, often by following a series of clues or evidence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to trace"
source

somewhere, someone, or something that originates something else

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "source"
to spread

to affect more people or a wider area

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spread"
rumor

a piece of information or story that is circulated among a group of people, often without being confirmed as true or accurate

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rumor"
to fall for

to be deceived or tricked by someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fall for"
scam

a dishonest or illegal way of gaining money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scam"
lack

the absence or insufficiency of something, often implying a deficiency or shortage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lack"
credibility

a quality that renders a thing or person as trustworthy or believable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "credibility"
viral

(of a video, picture, piece of news, etc.) shared quickly on social media among a lot of Internet users

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "viral"
headline

the large words in the upper part of a page of a newspaper, article, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "headline"
hoax

a fraudulent or deceptive act or scheme intended to trick or fool people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hoax"
armed

equipped with weapons or firearms

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "armed"
to scramble

to move quickly and with urgency, often in a disorderly manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scramble"
to delve

to dig into the ground, turning, loosening, or removing soil

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to delve"
rigged

fitted or equipped with necessary rigging (sails and shrouds and stays etc)

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rigged"
cover-up

an attempt to conceal something, often an illegal or unethical action or situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cover-up"
accountability

the fact of being responsible for what someone does and being able to explain the reasons

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accountability"
vulnerable

easily hurt, often due to weakness or lack of protection

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vulnerable"
devastated

experiencing great shock or sadness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "devastated"
riddle

a guessing game that involves at least two players in which participants ask a question that has a surprising or clever answer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "riddle"
gem

a precious or semi-precious piece of stone cut and polished to make items of jewelry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gem"
to ban

to officially forbid a particular action, item, or practice

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ban"
plea

(law) a formal statement made by someone confirming or denying their accusation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plea"
bid

an attempt or effort made to obtain or do something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bid"
to quit

to stop engaging in an activity permanently

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to quit"
to vow

to make a sincere promise to do or not to do something particular

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to vow"
to curb

to lessen the intensity of something or keep it under control, often through restraint or inhibition

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to curb"
to attempt

to try to complete or do something difficult

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to attempt"
to control

to have power over a person, company, country, etc. and to decide how things should be done

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to control"
mystery

something that is hard to explain or understand, often involving a puzzling event or situation with an unknown explanation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mystery"
promise

an assurance or declaration indicating the possible success or occurrence of something in the future

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "promise"
to prohibit

to formally forbid something from being done, particularly by law

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prohibit"
to request

to ask for something politely or formally

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to request"
to resign

to officially announce one's departure from a job, position, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to resign"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek