pattern

Βιβλίο Insight - Άνω του μεσαίου - Μονάδα 8 - 8Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 8 - 8Α στο βιβλίο μαθημάτων Insight Upper-Intermediate, όπως "agonizing", "emission", "conserve" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Upper-intermediate
painful

causing emotional or physical pain in someone

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "painful"
agonizing

causing a lot of difficulty, pain, distress, or discomfort

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agonizing"
impressive

causing admiration because of size, skill, importance, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impressive"
awe-inspiring

evoking a feeling of great respect, admiration, and sometimes fear, due to their impressive or majestic nature

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "awe-inspiring"
upsetting

causing sadness, anger, or concern

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upsetting"
distressing

causing feelings of discomfort, sadness, or anxiety

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distressing"
destroyed

completely ruined or severely damaged beyond repair or use

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "destroyed"
critical

noting or highlighting mistakes or imperfections

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "critical"
outlawed

prohibited by law or made illegal

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outlawed"
slaughter

the killing of animals for food, often done on a large scale in industrial settings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slaughter"
countless

so numerous that it cannot be easily counted or quantified

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "countless"
monstrous

exceptionally large in size

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monstrous"
wiped out

completely destroyed or eliminated

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wiped out"
cold-blooded

showing no emotion or sympathy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cold-blooded"
empathy

the ability to understand and share the feelings of another person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "empathy"
to be better off

to find oneself in a better condition or situation

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [be] better off"
to base on

to develop something using certain facts, ideas, situations, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to base on"
to rise

to move from a lower to a higher position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rise"
result

something that is caused by something else

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "result"
to depend on

to be determined or affected by something else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to depend on"
ingredient

a substance or material used in making a dish, product, or mixture

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ingredient"
to threaten

to say that one is willing to damage something or hurt someone if one's demands are not met

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to threaten"
to attack

to act violently against someone or something to try to harm them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to attack"
fraction

a part of a whole number, such as ½

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fraction"
to concern

to cause someone to worry

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to concern"
environmental

relating to the natural world and effects of human actions on it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "environmental"
to ban

to officially forbid a particular action, item, or practice

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ban"
to cause

to make something happen, usually something bad

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cause"
to conserve

to keep something from change or harm

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to conserve"
to maintain

to make something stay in the same state or condition

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to maintain"
to overexploit

to use something in an excessive manner that can result in depletion or damage of the resource being used

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overexploit"
to prevent

to not let someone do something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prevent"
to reduce

to make something smaller in amount, degree, price, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reduce"
to threaten

to say that one is willing to damage something or hurt someone if one's demands are not met

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to threaten"
to protect

to prevent someone or something from being damaged or harmed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to protect"
imbalance

lack of equal distribution between two or more things, often resulting in an unfair situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "imbalance"
nature

everything that exists or happens on the earth, excluding things that humans make or control

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nature"
harmful

causing damage or negative effects to someone or something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "harmful"
impact

an influence or effect that something has on a person, situation, or thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impact"
resource

(usually plural) a country's gas, oil, trees, etc. that are considered valuable and therefore can be sold to gain wealth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resource"
ecosystem

a community of living organisms together with their physical environment, interacting as a system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ecosystem"
species

a group that animals, plants, etc. of the same type which are capable of producing healthy offspring with each other are divided into

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "species"
carbon

a nonmetal element that can be found in all organic compounds and living things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carbon"
emission

the act of producing or releasing something, especially gas or radiation, into the atmosphere or environment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emission"
toxic waste

a type of waste that contains harmful chemicals that can cause serious health and environmental problems if not properly handled and disposed of

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toxic waste"
habitat

the place or area in which certain animals, birds, or plants naturally exist, lives, and grows

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "habitat"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek