pattern

Βιβλίο Insight - Άνω του μεσαίου - Λεξιλογική Ενόραση 7

Εδώ θα βρείτε τις λέξεις από το Vocabulary Insight 7 στο βιβλίο μαθημάτων Insight Upper-Intermediate, όπως "brush off", "adolescent", "self-reliant" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Upper-intermediate
would

used to make an offer or request in a polite manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "would"
to brush off

to casually ignore something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to brush off"
to call off

to cancel what has been planned

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to call off"
to cut off

to use a sharp object like scissors or a knife on something to remove a piece from its edge or ends

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cut off"
to ease off

to become less severe, intense, or harsh

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ease off"
to fight off

to resist or overcome a temptation, impulse, attack, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fight off"
to make off

to leave quickly, often in order to escape or avoid someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to make off"
to warn off

‌to try to talk someone out of something or to advise against it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to warn off"
dependent

unable to survive, succeed, or stay healthy without someone or something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dependent"
long in the tooth

describing an individual who has lived for a very long time and is not able to do certain activities due to old age

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "long in the tooth"
self-reliant

able to take care of oneself without needing help from others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "self-reliant"
elderly

advanced in age

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elderly"
supportive

giving encouragement or providing help

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supportive"
dynamic

having a lot of energy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dynamic"
foolish

not thinking or behaving wisely

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foolish"
wise

deeply knowledgeable and experienced and capable of giving good advice or making good decisions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wise"
independent

able to do things as one wants without needing help from others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "independent"
set in one's ways

to refuse to change one's opinions, behaviors, habits, etc.

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "[set] in {one's} ways"
adolescent

a young person who is in the process of becoming an adult

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adolescent"
childish

behaving in a way that is immature or typical of a child

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "childish"
juvenile

a young person who has not reached adulthood yet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "juvenile"
experienced

possessing enough skill or knowledge in a certain field or job

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "experienced"
infantile

childish in behavior, attitude, or thinking

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infantile"
mature

fully-grown and physically developed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mature"
youthful

having the characteristics that are typical of young people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "youthful"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek