pattern

Βιβλίο Total English - Ενδιάμεσο - Ενότητα 8 - Μάθημα 3

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 8 - Μάθημα 3 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Intermediate, όπως "εναλλακτικό", "μετάμψιμο", "απλήρωτο" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Intermediate
to promote

to move to a higher position or rank

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to promote"
volunteer

a person who offers to do something, often without being asked or without expecting payment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "volunteer"
to take the plunge

to devote one's time and energy to doing or finishing something one was nervous about

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] the plunge"
alternative

any of the available possibilities that one can choose from

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alternative"
to regret

to feel sad, sorry, or disappointed about something that has happened or something that you have done, often wishing it had been different

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to regret"
unpaid

not yet given the money that was promised in exchange for something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unpaid"
once in a lifetime

used for referring to a very special opportunity that most likely will not be offered more than once to someone

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "once in a lifetime"
opportunity

a situation or a chance where doing or achieving something particular becomes possible or easier

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opportunity"
to land

to succeed in something, such as getting a job, achieving something, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to land"
dream job

a job that someone wants to have very much, and often involves doing work that they enjoy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dream job"
go for it

used to encourage someone to try their best in doing or achieving what they want

[πρόταση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "go for it"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek