pattern

Βιβλίο Total English - Ενδιάμεσο - Ενότητα 9 - Μάθημα 3

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 - Μάθημα 3 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Intermediate, όπως "budget", "delegating", "persuade" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Intermediate
budget

the sum of money that is available to a person, an organization, etc. for a particular purpose and the plan according to which it will be spent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "budget"
delegating

the act of assigning tasks, responsibilities, or authority to others to distribute workload in a way that maximizes efficiency, productivity, and effectiveness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delegating"
clearly

without any uncertainty

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clearly"
decision

a choice or judgment that is made after adequate consideration or thought

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decision"
to persuade

to make a person do something through reasoning or other methods

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to persuade"
to solve

to find an answer or solution to a question or problem

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to solve"
creative

making use of imagination or innovation in bringing something into existence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "creative"
fit

healthy and strong, especially due to regular physical exercise or balanced diet

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fit"
flexible

capable of adjusting easily to different situations, circumstances, or needs

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flexible"
qualification

a skill or personal quality that makes someone suitable for a particular job or activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "qualification"
communication

the process or activity of exchanging information or expressing feelings, thoughts, or ideas by speaking, writing, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "communication"
methodical

approaching tasks in a careful, systematic, and organized manner, paying close attention to detail

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "methodical"
encouraging

giving someone hope, confidence, or support

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "encouraging"
stamina

the mental or physical strength that makes one continue doing something hard for a long time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stamina"
to prioritize

to give a higher level of importance or urgency to a particular task, goal, or objective compared to others

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prioritize"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek