pattern

Βιβλίο Total English - Ενδιάμεσο - Ενότητα 10 - Λεξιλόγιο

Εδώ θα βρείτε τις λέξεις από την Ενότητα 10 - Λεξιλόγιο στο βιβλίο μαθημάτων Total English Intermediate, όπως "sunshine", "cotton", "stream" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Intermediate
wind

air that moves quickly or strongly in a current as a result of natural forces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wind"
cotton

cloth made from the fibers of the cotton plant, naturally soft and comfortable against the skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cotton"
stream

a small and narrow river that runs on or under the earth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stream"
floor

the bottom of a room that we walk on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "floor"
drum

a musical instrument consisting of a hollow, round frame with plastic or skin stretched tightly across one or both ends, played by hitting it with sticks or hands

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drum"
olive

a very small, typically green fruit with a hard seed and a bitter taste, eaten or used to extract oil from

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "olive"
sunshine

the sun's light and heat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sunshine"
to look

to be likely to occur or to appear to be the case

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to look"
to feel

to give one a certain impression or sensation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to feel"
to sound

to convey or make a specific impression when read about or when heard

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sound"
to smell

to release a particular scent

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to smell"
to taste

to have a specific flavor

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to taste"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek