pattern

Ρήματα Δημιουργίας και Αλλαγής - Ρήματα για ανάμειξη και συγχώνευση

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται σε ανάμειξη και συγχώνευση όπως "blend", "fuse" και "stir".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Making and Changing
to mix

to combine different substances, elements, or ingredients together to create a unified whole

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mix"
to commix

to mix different substances or elements together

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to commix"
to stir

to move a spoon, etc. around in a liquid or other substance to completely mix it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stir"
to whisk

to beat or mix rapidly, typically with a utensil such as a whisk

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to whisk"
to blend

to combine different substances together

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to blend"
to meld

to combine different things together to form a unified whole

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to meld"
to fuse

to combine different elements or substances

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fuse"
to alloy

to combine two or more metals to make a more suitable one

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to alloy"
to mingle

to mix with other things

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mingle"
to commingle

to thoroughly mix different things together

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to commingle"
to emulsify

to mix substances together so that they become a smooth and stable blend

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to emulsify"
to jumble

to mix things in a random or disorganized manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to jumble"
to compound

to combine different things together

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to compound"
to combine

to mix in order to make a single unit

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to combine"
to integrate

to bring things together to form a whole or include something as part of a larger group

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to integrate"
to merge

to combine and create one whole

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to merge"
to couple

to bring two things or people together

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to couple"
to amalgamate

to combine different things, often diverse elements, into a single, unified whole

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to amalgamate"
to consolidate

to combine two or more things in order to make them easier to handle or increase their efficiency

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to consolidate"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek