pattern

Ρήματα Δημιουργίας και Αλλαγής - Ρήματα για δομικές αλλαγές

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται σε δομικές αλλαγές όπως "melt", "rot" και "solidify".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Making and Changing
to melt

(of something in solid form) to turn into liquid form by being subjected to heat

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to melt"
to thaw

to make something melt or soften

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to thaw"
to evaporate

to become gas or vapor from liquid

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to evaporate"
to vaporize

to convert a substance from a solid or liquid state into gas

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to vaporize"
to dissolve

(of a solid) to become one with a liquid

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dissolve"
to solidify

to transform from a liquid or flexible state into a stable, firm, or compact form

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to solidify"
to liquefy

to change from a solid state and become fluid or liquid

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to liquefy"
to dilute

to make a solution or mixture weaker or less concentrated by adding more liquid

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dilute"
to water down

to make something less strong by adding water to it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to water down"
to ferment

to trigger a process where microorganisms break down sugars in a substance, often creating alcohol or acids

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ferment"
to distill

to heat a liquid and turn it into gas then cool it and make it liquid again in order to purify it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to distill"
to hydrate

to take in water or fluids to stay healthy or maintain proper function

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hydrate"
to dehydrate

to remove water from a substance, often causing it to become dry

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dehydrate"
to carbonate

to add carbon dioxide to something, often to make it fizzy or create a chemical change

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to carbonate"
to oxidize

to combine with oxygen, often changing the appearance or properties of a material

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to oxidize"
to rust

to develop a reddish-brown coating, usually on metal, due to exposure to air and water over time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rust"
to decay

to be gradually damaged or destroyed as a result of natural processes

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to decay"
to rot

to become destroyed, often due to the action of bacteria or fungi over time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rot"
to decompose

to break down into simpler parts or substances

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to decompose"
to putrefy

to rot and produce a bad smell as organic matter breaks down over time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to putrefy"
to molder

to slowly fall apart or decay, often because of time or neglect

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to molder"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek