pattern

Ρήματα Βοήθειας και Ζημιάς - Ρήματα για δολοφονία και εξασθένιση

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται σε δολοφονία και εξασθένιση όπως "slay", "behead" και "assassinate".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Helping and Hurting
to kill

to end the life of someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to kill"
to slay

to intentionally cause someone's death with planning and purpose

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slay"
to slaughter

to kill a large number of people, often in a harsh and heartless manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slaughter"
to assassinate

to murder a prominent figure in a sudden attack, usually for political purposes

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to assassinate"
to massacre

to brutally kill a large number of people

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to massacre"
to decimate

to kill large groups of people

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to decimate"
to do in

to murder someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to do in"
to butcher

to kill people in a brutal and cruel way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to butcher"
to liquidate

to eliminate someone, often perceived as a threat, by causing their death

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to liquidate"
to lynch

to kill someone without legal approval

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lynch"
to hunt

to pursue wild animals in order to kill or catch them, for sport or food

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hunt"
to prey on

to hunt, capture, and eat other animals as a means of survival

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prey on"
to behead

to cut off someone's head

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to behead"
to decapitate

to cut off the head of someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to decapitate"
to electrocute

to execute a criminal by using electricity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to electrocute"
to starve

to deprive someone or something of food

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to starve"
to gas

to attack or expose someone or something to gas or harmful fumes

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gas"
to choke

to block the throat, hinder breathing and cause suffocation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to choke"
to suffocate

to block someone or something's access to air, making it difficult or impossible to breathe

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suffocate"
to strangle

to kill by choking the throat and blocking the air supply

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to strangle"
to smother

to stop someone or something from breathing by covering or blocking the air

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to smother"
to throttle

to end someone's life by squeezing their throat, cutting off their air supply

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to throttle"
to stifle

to die or struggle for breath due to a lack of oxygen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stifle"
to asphyxiate

to cause someone to stop breathing by depriving them of oxygen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to asphyxiate"
to numb

to make a part of the body lose sensation or responsiveness

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to numb"
to paralyze

to cause a person, animal, or part of the body to lose the ability to move or function, usually due to injury or illness

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to paralyze"
to cripple

to inflict severe damage to someone's body so that they are unable to walk or move properly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cripple"
to blind

to make someone unable to see by causing damage to their eyes

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to blind"
to deafen

to cause a temporary or permanent loss of hearing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deafen"
to lame

to cause someone to lose the use of a limb, particularly a leg

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lame"
to torpefy

to make a part of the body or the whole of it numb, immobile, or inactive

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to torpefy"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek