pattern

Ρήματα Βοήθειας και Ζημιάς - Ρήματα για πρόκληση βλάβης

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στην πρόκληση βλάβης, όπως "πληγώνω", "τραυματίζω" και "μαρτύνω".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Helping and Hurting
to hurt

to cause injury or physical pain to yourself or someone else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hurt"
to injure

to physically cause harm to a person or thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to injure"
to harm

to physically hurt someone or damage something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to harm"
to wound

to cause physical harm or injury to someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wound"
to maim

to cause serious and often permanent injury to a person, typically by disabling a part of their body

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to maim"
to mutilate

to cause severe damage or harm

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mutilate"
to maul

to attack or handle someone or something roughly, causing severe injury or damage

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to maul"
to scar

to leave a mark on the skin after the injured tissue has healed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scar"
to bruise

to make injuries, particularly ones caused by a blow, appear on the skin and cause discoloration

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bruise"
to contuse

to cause a bruise or injury to the body, typically by blunt force or impact

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to contuse"
to pain

to cause suffering or discomfort to the body

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pain"
to run over

to hit and pass over something or someone with a vehicle, causing damage

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run over"
to knock out

to make someone or something unconscious

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to knock out"
to scathe

to harm or injure someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scathe"
to burn

to be on fire and be destroyed by it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to burn"
to torch

to intentionally set fire to something, causing it to burn or be destroyed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to torch"
to scorch

to burn something slightly on the surface, causing a change in color without significant damage

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scorch"
to singe

to lightly burn something on the surface, causing minimal damage

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to singe"
to swinge

to burn something lightly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to swinge"
to scald

to injure oneself with hot liquid or steam

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scald"
to assault

to violently attack someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to assault"
to set on

to attack someone aggressively, either physically or verbally

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to set on"
to fly at

to attack or assault someone or something in a violent or aggressive manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fly at"
to rape

to force someone to have sex against their will, particularly by using violence or threatening them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rape"
to torture

to violently hurt a person as a punishment or as a way of obtaining information from them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to torture"
to torment

to subject someone to severe physical suffering

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to torment"
to rack

to torture using a device designed to stretch or elongate the body, causing extreme pain

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rack"
to inflict

to cause or impose something unpleasant, harmful, or unwelcome upon someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to inflict"
to poison

to give a substance containing toxins or harmful elements to a person or animal with the intention of causing illness, harm, or death

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to poison"
to sting

(of an animal or insect) to pierce the skin of another animal or a human, typically injecting poison, either in self-defense or while preying

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sting"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek