pattern

Ρήματα Βοήθειας και Ζημιάς - Ρήματα για την εξάλειψη

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στην εξάλειψη, όπως "delete", "omit" και "purge".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Helping and Hurting
to delete

to remove something, such as words from a text or unnecessary elements from a plan

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to delete"
to omit

to leave out or exclude something or someone, usually intentionally, from a list, text, or action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to omit"
to eliminate

to fully remove or get rid of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to eliminate"
to remove

to get rid of something, often by throwing it away or selling it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to remove"
to erase

to remove something completely from existence or memory

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to erase"
to eradicate

to completely destroy something, particularly a problem or threat

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to eradicate"
to dispel

to make something disappear

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dispel"
to rid

to free from something undesirable or unwanted

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rid"
to expunge

to remove something, often by erasing or crossing it out

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to expunge"
to ditch

to dispose of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ditch"
to clear

to remove unwanted or unnecessary things from something or somewhere

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to clear"
to do away with

to stop using or having something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to do away with"
to wipe out

to entirely remove something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wipe out"
to discard

to get rid of something that is no longer needed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to discard"
to scrap

to get rid of something that is old or no longer of use

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scrap"
to dispose

to throw away something, often in a responsible manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dispose"
to dump

to get rid of waste material, particularly in an unorganized manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dump"
to throw off

to eliminate something unwanted or challenging

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to throw off"
to root out

to discover and eliminate a harmful or dangerous person or thing from a place or situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to root out"
to cleanse

to completely clean something, particularly the skin

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cleanse"
to purify

to clean and improve the quality of a substance by removing impurities and increasing its concentration

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to purify"
to purge

to eliminate impurities or unwanted elements

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to purge"
to dust

to use a soft cloth or tool to clean and remove particles from the surface of objects, like furniture

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dust"
to efface

to remove something, often by rubbing or gentle wiping

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to efface"
to detoxify

to eliminate or neutralize harmful substances

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to detoxify"
to refine

to remove unwanted or harmful substances from another substance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to refine"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek