pattern

Ρήματα Βοήθειας και Ζημιάς - Ρήματα για εντυπωσιακό

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στο χτύπημα όπως "smack", "beat up" και "whip".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Helping and Hurting
to lash

to harshly beat someone using a whip or rod

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lash"
to smack

to hit someone or something hard with an open hand or a flat object

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to smack"
to bat

to hit or strike someone or something with one's hand or a bat

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bat"
to beat up

to physically attack someone, often with repeated blows

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to beat up"
to thrash

to beat or strike repeatedly with force, often in a violent or uncontrolled manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to thrash"
to thump

to hit or strike heavily with the hand or a blunt object, producing a dull, muffled sound

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to thump"
to drub

to strike or beat someone several times with force

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drub"
to welt

to whip or strike someone harshly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to welt"
to flog

to beat someone harshly using a rod or whip

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flog"
to wallop

to hit forcefully

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wallop"
to bash

to forcefully hit something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bash"
to clout

to strike forcefully, especially using the fist

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to clout"
to thwack

to hit forcefully with a distinct, loud sound

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to thwack"
to pummel

to repeatedly beat someone or something with force, often using the fists

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pummel"
to pelt

to vigorously and continuously throw objects, often with force or intensity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pelt"
to hit

to strike someone or something with force using one's hand or an object

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hit"
to kick

to hit a thing or person with the foot

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to kick"
to punch

to beat someone or something with a closed fist quickly and forcefully

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to punch"
to swipe

to hit or strike something with a sweeping motion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to swipe"
to beat

to strike someone repeatedly, usually causing physical harm or injury

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to beat"
to strike

to hit using hands or weapons

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to strike"
to pound

to hit forcefully using the hand or a heavy instrument

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pound"
to batter

to forcefully strike something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to batter"
to whack

to strike forcefully with a sharp blow

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to whack"
to elbow

to push someone with one's elbow

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to elbow"
to whip

to violently hit a person or animal with a whip

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to whip"
to lash out

to suddenly attempt to strike someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lash out"
to sucker punch

to hit someone unexpectedly and without warning

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sucker punch"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek