pattern

Ακαδημαϊκό IELTS (Επίπεδο 8 και Άνω) - Failure

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το Failure που είναι απαραίτητες για τις εξετάσεις Academic IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for Academic IELTS (8)
hand-to-mouth

describing a situation where income is just sufficient to cover basic needs

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hand-to-mouth"
inefficacious

not effective in achieving the intended purpose

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inefficacious"
abortive

failing to produce or accomplish the desired outcome

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abortive"
unprosperous

not doing well or not having enough money or success

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unprosperous"
ill-fated

marked by bringing bad fortune or ending in failure

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ill-fated"
bungled

poorly executed or managed, resulting in a failure to achieve the intended outcome

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bungled"
unavailing

resulting in little or no effect or success

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unavailing"
foiled

prevented from succeeding or achieving a desired outcome

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foiled"
destitute

lacking various essential needs that are important for well-being or function

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "destitute"
indigent

extremely poor or in need

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indigent"
to backfire

to have a result contrary to what one desired or intended

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to backfire"
to blunder

to commit an embarrassing and serious mistake out of carelessness or stupidity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to blunder"
to bungle

to handle a task or activity clumsily, often causing damage or problem

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bungle"
to fizzle

to fail or end in a weak or disappointing manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fizzle"
to languish

to fail to be successful or make any progress

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to languish"
to fold

(of a company, organization, etc.) to close or stop trading due to financial problems

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fold"
to underperform

to not succeed as much as intended

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to underperform"
to relinquish

to voluntarily give up or surrender control, possession, or responsibility over something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to relinquish"
to fumble

to handle or grip something clumsily or ineffectively

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fumble"
to misfire

(of a plan) to fail to have the intended result

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to misfire"
languishing

suffering or experiencing a lack of progress, vitality, or growth, often characterized by a feeling of being stuck or in decline

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "languishing"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek