pattern

Ακαδημαϊκό IELTS (Επίπεδο 8 και Άνω) - Πολιτισμός και Έθιμα

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τον πολιτισμό και τα έθιμα που είναι απαραίτητες για την Ακαδημαϊκή εξέταση IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for Academic IELTS (8)
canon

generally accepted rules or principles, especially those that are considered as fundamental in a field of art or philosophy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "canon"
hegemony

the dominance or control exercised by one group, entity, or state over others, especially in the realms of politics, culture, or ideology

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hegemony"
descent

the origin or lineage of a person in terms of family, nationality, or ancestry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "descent"
egalitarianism

the belief in and advocacy for the equal rights, opportunities, and treatment of all individuals, regardless of their gender, race, social class, or other distinguishing characteristics

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "egalitarianism"
mores

the customs and values of a society that characterize it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mores"
aesthetic

a set of principles underlying and guiding the work of a particular artistic movement or style

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aesthetic"
ethnocentrism

the tendency to evaluate and judge other cultures or groups based on the standards and values of one's own, often resulting in a belief in the superiority of one's own culture or group

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ethnocentrism"
diaspora

the dispersion or scattering of a community or ethnic group from their ancestral or original homeland

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diaspora"
ethnography

the in-depth study of people and cultures through direct observation and interaction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ethnography"
acculturation

the process of cultural exchange and adaptation when individuals or groups from different cultures come into contact, leading to changes in their respective cultural patterns

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acculturation"
counterculture

a social and cultural movement that emerges in opposition to prevailing mainstream norms, values, and practices

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "counterculture"
totem

a natural object, often an animal or plant, that is considered sacred and serves as a symbol or emblem for a particular group, clan, or family

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "totem"
mannerism

a distinctive style, behavior, or way of doing things that is characteristic of a particular individual, group, or period

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mannerism"
conventionality

the adherence to established customs, practices, or standards that are widely accepted within a particular society, culture, or group

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conventionality"
credo

a formal statement of beliefs or principles, often religious or philosophical in nature

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "credo"
precept

a guiding principle, intended to provide moral guidance or a basis for behavior

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "precept"
pageantry

the elaborate display or ceremonial spectacle associated with public events, celebrations, or formal occasions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pageantry"
animism

the belief in spirits residing within natural elements, objects, and living beings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "animism"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek