pattern

Ανθρωπιστικές Επιστήμες SAT - Σύγκρουση και Συμμόρφωση

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τη σύγκρουση και τη συμμόρφωση, όπως "subvert", "coerce", "appease" κ.λπ. που θα χρειαστείτε για να λάβετε τα SAT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Vocabulary for Humanities
to contest

to formally oppose or challenge a decision or a statement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to contest"
to protest

to show disagreement by taking action or expressing it verbally, particularly in public

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to protest"
to challenge

to object to the legality or acceptability of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to challenge"
to combat

to fight or contend against someone or something, often in a physical or armed conflict

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to combat"
to conflict

(of two ideas, opinions, etc.) to oppose each other

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to conflict"
to feud

to have a lasting and heated argument with someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to feud"
to invade

to enter a territory using armed forces in order to occupy or take control of it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to invade"
to impose

to force someone to do what they do not want

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to impose"
to inflict

to cause or impose something unpleasant, harmful, or unwelcome upon someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to inflict"
to coerce

to force someone to do something through threats or manipulation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to coerce"
to tussle

to struggle or fight with someone, particularly to get something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tussle"
to bar

to not allow someone to do something or go somewhere

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bar"
to abduct

to illegally take someone away, especially by force or deception

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to abduct"
to overturn

to cause the downfall or removal of rulers or leaders

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overturn"
to subvert

to cause the downfall of authority figures or rulers

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to subvert"
to persecute

to treat someone unfairly or cruelly, often because of their race, gender, religion, or beliefs

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to persecute"
to conspire

to make secret plans with other people to commit an illegal or destructive act

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to conspire"
to constrain

to force someone to act in a certain way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to constrain"
to assail

to launch a vigorous or violent attack on someone or something, either physically or verbally

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to assail"
to overpower

to defeat someone or something using superior strength, force, or influence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overpower"
to defy

to refuse to respect a person of authority or to observe a law, rule, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to defy"
campaign

a set of actions organized in order to serve a political purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "campaign"
adversary

a person that one is opposed to and fights or competes with

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adversary"
assault

an act of crime in which someone physically attacks another person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "assault"
armament

the military equipment and weaponry used by a country or military force

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "armament"
onslaught

a fierce and intense attack, often with the goal of overwhelming the opponent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "onslaught"
dissension

disagreement or conflict within a group expected to collaborate

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dissension"
hostility

behavior or feelings that are aggressive or unfriendly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hostility"
nemesis

a formidable opponent or persistent force that causes misery, defeat, or downfall

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nemesis"
contention

a state of heated disagreement, often coming from different viewpoints or interests

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contention"
incursion

a sudden and brief attack to other territory, especially in large numbers and across a border

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incursion"
fort

a building or group of buildings used by troops to protect an area

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fort"
confrontation

a situation of hostility or strong disagreement between two opposing individuals, parties, or groups

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confrontation"
raid

a surprise attack against a place or a group of people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "raid"
defenseless

being without protection or means of defending oneself from harm or attack

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "defenseless"
disobedient

refusing or failing to follow rules, orders, or instructions, often showing resistance to authority

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disobedient"
combative

eager or inclined to engage in fighting or arguing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "combative"
forcibly

with a significant amount of physical strength or authority

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forcibly"
to appease

to end or lessen a person's anger by giving in to their demands

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to appease"
to comply

to act in accordance with rules, regulations, or requests

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to comply"
to abide

(always negative) to tolerate someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to abide"
to adhere

to devotedly follow or support something, such as a rule, belief, plan, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to adhere"
to embrace

to adopt or accept a particular cause, ideology, practice, method, or lifestyle as one's own

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to embrace"
resolution

the act of resolving a problem or disagreement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resolution"
reconciliation

the act of becoming friendly with someone once more after ending a disagreement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reconciliation"
compromise

a middle state between two opposing situations that is reached by slightly changing both of them, so that they can coexist

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compromise"
submissive

showing a tendency to be passive or compliant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "submissive"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek