pattern

Ανθρωπιστικές Επιστήμες SAT - Ιστορία και Αρχαιολογία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την ιστορία και την αρχαιολογία, όπως "excavate", "antiquity", "relic" κ.λπ. που θα χρειαστείτε για να άσσος τα SAT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Vocabulary for Humanities
Renaissance

the period between the 14th and 16th centuries in Europe, marked by a rise of interest in Greek and Roman cultures, which is dominant in the art, philosophy, etc. of the times

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Renaissance"
antiquity

the historical period before the Middle Ages, especially before the sixth century when Greeks and Romans were the most prosperous

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antiquity"
pre-industrial

relating to the period of time before the widespread adoption of industrial processes and technologies

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pre-industrial"
contemporary

belonging to the current era

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contemporary"
mesopotamia

an ancient region located in the eastern Mediterranean, primarily within modern-day Iraq, and parts of Iran, Syria, and Turkey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mesopotamia"
clay tablet

a small, flat piece of clay that has been molded and hardened, typically used as a medium for writing or inscribing information in ancient civilizations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clay tablet"
hieroglyph

a system of writing used in ancient Egypt, consisting of pictorial symbols or characters that represent objects, ideas, or sounds, and were commonly used for inscriptions on temple walls, tombs, and other monumental structures

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hieroglyph"
to predate

to exist or occur at an earlier time than something else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to predate"
monument

a place or building that is historically important

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monument"
relic

an object or part of an object surviving from the past, typically with historical or emotional value, often linked to a person, event, or era

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relic"
catacomb

an underground burial place with tunnels and chambers for tombs or graves

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "catacomb"
to mummify

to preserve a dead body by treating it with chemicals or natural substances to prevent decay

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mummify"
alchemy

the ancient practice of trying to turn common metals into gold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alchemy"
scribe

a person who writes copies of documents by hand

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scribe"
ancestral

related to or inherited from one's ancestors

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ancestral"
ancient

related or belonging to a period of history that is long gone

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ancient"
genealogy

the study of family lineages and the history of descent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "genealogy"
epoch

a period of time in history or someone's life, during which significant events happen

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "epoch"
provenance

the origin or source of a particular thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "provenance"
medievalist

a scholar or researcher who specializes in the study of the Middle Ages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "medievalist"
archeologist

a person whose job is to study ancient societies using facts, objects, buildings, etc. remaining in excavation sites

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "archeologist"
preservationist

a person who advocates or works to protect and maintain natural, historical, or cultural resources from decay, destruction, or neglect

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preservationist"
paleontologist

a scientist who studies fossils and ancient life forms to understand the history of life on earth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paleontologist"
paleobiologist

a scientist who studies ancient life forms, their evolution, behaviors, habitats, and interactions with the environment through the analysis of fossils and other remnants of past life

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paleobiologist"
cryptographer

a specialist who studies and develops systems for secure communication and information protection

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cryptographer"
artifact

a man-made object, tool, weapon, etc. that was created in the past and holds historical or cultural significance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "artifact"
to excavate

to uncover or expose by digging, especially to reveal buried artifacts, structures, or remains

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to excavate"
plesiosaur

a large, extinct marine reptile with a long neck, small head, and flippers, which lived during the Mesozoic Era

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plesiosaur"
radiocarbon dating

a method used by scientists to determine the age of organic materials by measuring the amount of carbon-14 they contain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "radiocarbon dating"
paleolithic

a prehistoric period characterized by the development of the first stone tools, spanning from about 2.5 million years ago to around 10,000 years ago

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paleolithic"
prehistoric

relating or belonging to the time before history was recorded

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prehistoric"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek