pattern

Αγγλικά και Γνώση του Κόσμου για το ACT - Ανθρώπινες Ιδιότητες και Εμφάνιση

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τις ανθρώπινες ιδιότητες και την εμφάνιση, όπως «συνετή», «vigor», «driven» κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν να κάνετε άσσο στα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
ACT Vocabulary for English and World Knowledge
courageous

expressing no fear when faced with danger or difficulty

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "courageous"
secretive

(of a person) having a tendency to hide feelings, thoughts, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "secretive"
rebellious

(of a person) resistant to authority or control, often challenging established norms or rules

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rebellious"
pragmatic

taking a practical and realistic approach to things rather than theoretical and idealistic approaches

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pragmatic"
stingy

unwilling to spend or give away money or resources

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stingy"
stubborn

unwilling to change one's attitude or opinion despite good reasons to do so

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stubborn"
boisterous

noisy and full of energy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boisterous"
observant

very good at or quick in noticing small details in someone or something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "observant"
easygoing

calm and not easily worried or upset

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "easygoing"
exuberant

filled with lively energy and excitement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exuberant"
industrious

hard-working and productive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "industrious"
cordial

pleasant and friendly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cordial"
capable

having the required quality or ability for doing something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "capable"
reclusive

preferring to be alone or avoiding social contact

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reclusive"
maiden

describing an unmarried girl or woman

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maiden"
weary

feeling or displaying deep exhaustion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weary"
ponderous

displaying a sense of slowness or lack of agility due to real or perceived weight or massiveness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ponderous"
fatigued

experiencing extreme exhaustion, often resulting from physical or mental exertion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fatigued"
proficient

having or showing a high level of knowledge, skill, and aptitude in a particular area

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proficient"
languid

moving in a slow, effortless, and attractive manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "languid"
avid

extremely enthusiastic and interested in something one does

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "avid"
voracious

eating or craving food in large amounts and with great enthusiasm

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voracious"
nonchalant

behaving in an unconcerned and calm manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nonchalant"
driven

showing determination and ambition to achieve one's goals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "driven"
sociable

possessing a friendly personality and willing to spend time with people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sociable"
stolid

staying calm and displaying little or no interest or emotions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stolid"
pert

lively, bold, and confident in a playful or appealing way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pert"
fearsome

causing fear or anxiety due to power, strength, or appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fearsome"
ruthless

showing no mercy or compassion towards others in pursuit of one's goals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ruthless"
handicapped

having a physical or mental condition that limits one's movements, senses, or activities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "handicapped"
patriotic

having a strong sense of love, loyalty, and devotion to one's country

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "patriotic"
wary

feeling or showing caution and attentiveness regarding possible dangers or problems

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wary"
lonesome

unhappy because of loneliness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lonesome"
prudent

showing sensibility, wisdom, and care when making decisions to minimize risks

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prudent"
vivacity

the quality of being full of life and energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vivacity"
fortitude

mental and emotional strength and resilience in facing adversity, challenges, or difficult situations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fortitude"
demeanor

the way a person treats others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "demeanor"
intimacy

a deep and personal connection between individuals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intimacy"
stamina

the mental or physical strength that makes one continue doing something hard for a long time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stamina"
dexterity

the ability to use one's hands or body skillfully and quickly to perform tasks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dexterity"
handedness

the preference for using one hand over the other for tasks and activities, typically resulting in a dominance of either the right or left hand

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "handedness"
appetite

the feeling of wanting food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appetite"
adolescence

the state of being in the transitional phase childhood and adulthood characterized by significant physical, emotional, and psychological changes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adolescence"
vigor

the physical or mental strength and energy that someone possesses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vigor"
resourcefulness

the ability to effectively and creatively solve problems and overcome challenges using available resources

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resourcefulness"
personality

all the qualities that shape a person's character and make them different from others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "personality"
lean

(of a person or animal) thin and fit in a way that looks healthy, often with well-defined muscles and minimal body fat

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lean"
elegant

(of a person) attractive, stylish, or beautiful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elegant"
lank

(of hair) long, thin and straight

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lank"
shabby

(of a person) dressed in worn and old clothes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shabby"
bruised

(of body parts) having a discolored mark due to broken blood vessels, typically caused by an injury or pressure

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bruised"
slovenly

lacking of cleanliness and neatness, often implying a disregard for personal hygiene or grooming

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slovenly"
countenance

someone's face or facial expression

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "countenance"
stature

the height of a person or animal when standing upright

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stature"
grimace

a twisted facial expression indicating pain, disgust or disapproval

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grimace"
slimness

the state of being slender or thin in a way that is considered attractive or healthy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slimness"
posture

the state or condition of a person's physical alignment, balance, and coordination

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "posture"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek