pattern

Αγγλικά και Γνώση του Κόσμου για το ACT - Εμφάνιση και Υφή

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την εμφάνιση και την υφή, όπως "τσάκισμα", "εύπλαστο", "πορώδες" κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν άσσο στα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
ACT Vocabulary for English and World Knowledge
dimension

a measure of the height, length, or width of an object in a certain direction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dimension"
contraction

the natural process of becoming smaller, tighter, or more compact

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contraction"
compaction

the act or process of compressing or reducing the volume of something, resulting in increased density

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compaction"
facet

a polished, flat surface on a gemstone or bone, crucial for reflecting light in gems and for articulation in bones

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "facet"
curvature

the state or quality of being curved or bent, describing the shape or contour of an object or surface

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curvature"
blemish

a mark or spot on something or someone's skin that spoils the appearance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blemish"
turbid

(of liquids) lacking in clarity for being mixed by other things such as sand or soil

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "turbid"
crooked

not in any ways straight, with bends, curves, or disorganized angles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crooked"
expansive

able to increase in size or volume

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expansive"
iridescent

exhibiting a shimmering, rainbow-like play of colors, typically due to refraction of light

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "iridescent"
porous

containing small holes or gaps, allowing liquid or air to pass through

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "porous"
ungainly

hard to manage because of awkward form

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ungainly"
towering

having an impressive height

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "towering"
distorted

changed from its original shape or form, often in a way that makes it appear twisted, misshapen, or unclear

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distorted"
rigid

not flexible or easily bent

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rigid"
adhesive

having the quality of sticking or bonding objects together

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adhesive"
sleek

having a smooth and shiny texture, typically describing hair, fur, or skin that appears healthy and well-maintained

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sleek"
elastic

having a flexible quality, capable of returning to its original shape after being stretched or compressed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elastic"
concrete

real and tangible, existing in physical form that can be sensed or experienced

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concrete"
wispy

thin, delicate, and feathery in appearance or texture

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wispy"
undulating

having a surface that rises and falls in gentle curves

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "undulating"
bumpy

covered with small raised areas or irregularities, making it uneven to the touch

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bumpy"
scraggly

uneven, unkempt, or ragged in appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scraggly"
pleated

(of a fabric or garment) folded or gathered in a series of small, parallel folds

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pleated"
shallow

having a short distance from the surface to the bottom

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shallow"
labyrinthine

looking like a labyrinth, twisting and confusing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "labyrinthine"
ornate

elaborately decorated or adorned with intricate details

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ornate"
elliptical

shaped like a slightly stretched-out circle or oval

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elliptical"
tubular

having the shape or characteristics of a tube

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tubular"
ovoid

shaped like an egg, with a rounded or elliptical form

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ovoid"
malleable

capable of being hammered or manipulated into different forms without cracking or breaking

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "malleable"
clammy

unpleasantly damp and sticky, often referring to skin or surfaces that feel cool and moist to the touch

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clammy"
unkempt

(of an appearance) not washed, neat, or cared for

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unkempt"
taut

firm and tight, lacking any slackness or excess

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "taut"
crinkly

having small, fine wrinkles or creases on the surface, often producing a texture that is slightly rough or uneven

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crinkly"
hollow

having an empty space within

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hollow"
lifelike

having the appearance or qualities that closely resemble or imitate real life

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lifelike"
tensile

prone to shaping, bending, or stretching

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tensile"
to expand

to become something greater in quantity, importance, or size

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to expand"
to compress

to reduce the volume or size of something by applying pressure, squeezing, or condensing it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to compress"
to elongate

to stretch something in order to make it longer

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to elongate"
to crease

to cause a wrinkle or indentation on a surface

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crease"
to felt

to cause fibers to become matted and compacted, resembling felt, typically through pressure, moisture, or agitation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to felt"
to pigment

to add color to something using a specific colored material or substance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pigment"
to contour

to shape something, emphasizing its natural curves and outlines

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to contour"
to smudge

to make a dirty mark by rubbing or spreading something on a surface

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to smudge"
to smear

to spread a substance over a surface in a messy or uneven manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to smear"
to embellish

to improve the appearance of something by adding things such as decorative pieces, colors, etc. to it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to embellish"
to extend

to enlarge or lengthen something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to extend"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek