pattern

Επιστήμες ACT - Ζωολογία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τη ζωολογία, όπως "larval", "talon", "ungulate" κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν άσσο στα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
ACT Vocabulary for Science
to incubate

to keep an egg in a favorable condition to help it develop until it hatches

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to incubate"
to hatch

(of birds, fish, etc.) to come out of an egg

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hatch"
clutch size

the number of eggs or offspring produced by a single reproductive effort, typically by a bird, reptile, or insect

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clutch size"
invertebrate

(of an animal) lacking a spinal column or notochord

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "invertebrate"
marine

related to the sea and the different life forms that exist there

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "marine"
mammal

a class of animals to which humans, cows, lions, etc. belong, have warm blood, fur or hair and typically produce milk to feed their young

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mammal"
amphibian

any cold-blooded animal with the ability to live both on land and in water, such as toads, frogs, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amphibian"
rodent

any small mammal with a pair of strong front teeth, such as mice, hamsters, rats, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rodent"
primate

any mammalian animal that belongs to the same group as humans, such as monkeys, apes, lemurs, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "primate"
feline

any animal in the cat family

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feline"
reptile

a class of animals to which crocodiles, lizards, etc. belong, characterized by having cold blood and scaly skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reptile"
arachnid

a class of terrestrial arthropods that breathe air and have four pairs of limbs, such as spiders, scorpions, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arachnid"
ungulate

a hoofed mammal, typically herbivorous, which includes animals such as horses, cows, deer, and elephants

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ungulate"
waterfowl

any aquatic bird, especially a game bird of fresh waters

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "waterfowl"
hawkmoth

a type of moth belonging to the family Sphingidae, known for their rapid flight and ability to hover while feeding on nectar from flowers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hawkmoth"
nematode

any long and cylindrical worm with a segmented body that is either parasitic or free-living

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nematode"
oyster

a type of shellfish that can be eaten both raw and cooked, some of which contain pearls inside

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oyster"
seabird

a bird that lives near the sea

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seabird"
crustacean

a sea creature with a hard shell and jointed legs such as crabs and lobsters

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crustacean"
monotreme

any mammal that lays eggs and is only found in Australia, such as platypus

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monotreme"
arthropod

an invertebrate animal with a segmented body and a chitinous exoskeleton, such as a spider, crab, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arthropod"
magpie

a black-and-white crow with a long tail that is noted for its intelligence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "magpie"
locust

a large grasshopper that lives in hot countries and flies in large swarms, destroying crops

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "locust"
barnacle

a marine arthropod with an external shell that attaches itself to a surface and feeds on particles that are in the water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barnacle"
macaque

a type of monkey that belongs to the Old World monkey family, characterized by their long tails, cheek pouches

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "macaque"
hominid

a member of the biological family Hominidae, which includes humans, their ancestors, and other great apes like chimpanzees, gorillas, and orangutans

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hominid"
echidna

a small egg-laying mammal that is covered in spines, has a pointed snout and originates from Australia

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "echidna"
beaver

a semiaquatic rodent with a wide tail and strong teeth that builds dams across streams and is mainly found in the Northern hemisphere

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beaver"
simian

of or relating to monkeys or apes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "simian"
orca

a large, black-and-white marine mammal known for its social behavior, intelligence, and adaptability, found in oceans worldwide and known as an apex predator

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "orca"
mollusk

any invertebrate that lives in aquatic or damp habitats and has a soft unsegmented body, often covered with a shell

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mollusk"
canine

a mammal with claws that can't retract and often has a long snout, and often used for companionship, hunting, or guarding purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "canine"
plover

a small shorebird with a short hard-tipped bill and a stout build

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plover"
quail

a small ground-dwelling bird of passage with brownish plumage that has a short tail and is hunted by people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quail"
sea urchin

a small marine animal that is covered with spines and has a round shell, harvested for food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sea urchin"
tanager

a colorful bird species found in the Americas, known for its vibrant plumage, melodious songs, and important ecological role in seed dispersal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tanager"
skunk

a small mammal belonging to the weasel family with black and white stripes that can produce a strong unpleasant smell when attacked, native to North America

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skunk"
porcupine

an animal with sharp needle-like parts on its body and tail, used for protection

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "porcupine"
quill

a sharp, stiff, hollow spine found on the body of porcupines or hedgehogs, serving as a defensive mechanism against predators

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quill"
replete

a specialized caste of social insects, such as ants or termites, that are engorged with food and serve as living food storage units within the colony

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "replete"
palomino

a cream or golden horse with a white tail and mane

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "palomino"
humpback whale

a large marine mammal known for its distinctive appearance, acrobatic behavior, and complex songs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "humpback whale"
proboscis

a long, tubular feeding organ found in many insects, such as butterflies, moths, and flies, which is used to suck up nectar, other liquids, or in some cases, blood

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proboscis"
talon

a long, sharp nail on the foot of some birds, especially birds of prey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "talon"
snout

the long and protruding facial part of an animal which comprises its nose and mouth, especially in a mammal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "snout"
clamshell

the bivalve shell of a clam, characterized by two symmetrical halves that hinge together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clamshell"
appendage

any external body part that protrudes from an organism's main body, often used to describe limbs, antennae, or other structures

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appendage"
tentacle

any of the various flexible limbs of an animal, especially an invertebrate, which enable it to move or hold things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tentacle"
tail fin

the posterior part of a fish or aquatic animal's body, composed of fins that provide propulsion and maneuverability

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tail fin"
magnetoreception

the biological ability of certain organisms to perceive and orient themselves based on the Earth's magnetic field

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "magnetoreception"
electroreception

the biological ability of certain animals to detect electrical fields in their environment to locate prey, navigate, and communicate

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electroreception"
migratory

(of animals or birds) moving from one place to another, often with the changing seasons

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "migratory"
to pupate

to transform from the larval stage into a pupa during an insect's development

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pupate"
larval

relating to or characteristic of the larva stage, which is an early, immature form of an animal that undergoes metamorphosis

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "larval"
to breed

(of an animal) to have sex and give birth to young

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to breed"
metamorphosis

a biological process in which an animal undergoes a significant change in form and structure during its life cycle, typically seen in insects, amphibians, and other animals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "metamorphosis"
ornithologist

a scientist who specializes in the study of birds, including their behavior, ecology, and evolution

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ornithologist"
herpetologist

a scientist who studies reptiles and amphibians

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "herpetologist"
entomologist

a scientist who specializes in the study of insects, including their behavior, ecology, and classification

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "entomologist"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek