pattern

Προχωρημένο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Ψώνια

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τα ψώνια, όπως «barter», «gratis», «kiosk» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Advanced Words Needed for TOEFL
to bargain

to negotiate the terms of a contract, sale, or similar arrangement for a better agreement, price, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bargain"
to barter

to exchange goods or services without using money

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to barter"
to haggle

to negotiate, typically over the price of goods or services

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to haggle"
to shortchange

to give or return less money than the correct amount

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shortchange"
complimentary

supplied or given for free

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "complimentary"
exorbitant

(of prices) unreasonably or extremely high

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exorbitant"
gratis

without costing anything

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gratis"
denomination

a unit of value, especially monetary value

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "denomination"
markup

the amount added to the price of something to cover overheads and profit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "markup"
spree

a short period of time during which one does a particular activity in an extreme way without control, especially spending money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spree"
token

a piece of paper or a disc of metal or plastic used instead of money as a form of payment or to operate some machines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "token"
voucher

a digital code or a printed piece of paper that can be used instead of money when making a purchase or used to receive a discount

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voucher"
bodega

(in the US) a small grocery shop, especially in a neighborhood inhabited by a Spanish-speaking population

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bodega"
boutique

a small store in which fashionable clothes or accessories are sold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boutique"
delicatessen

a shop or section of a store that sells high-quality, ready-to-eat foods like cold cuts, cheeses, and salads

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delicatessen"
emporium

a large retail store selling various goods, or a particular type of goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emporium"
kiosk

a small store with an open front selling newspapers, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kiosk"
laundromat

a facility where coin-operated washing machines and dryers are available to customers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "laundromat"
off-licence

a shop selling alcoholic drinks to be taken away and consumed elsewhere

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "off-licence"
parlor

a shop or business offering specific goods or services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parlor"
pawnshop

a store in which one leaves personal belongings to get a loan, and if the money is not returned, the pawnbroker can possess or sell these objects

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pawnshop"
plaza

a type of shopping center, common in North America

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plaza"
precinct

a commercial area in a city or a town that is closed to traffic

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "precinct"
slopshop

a store where cheap, ready-made clothing is available for purchase

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slopshop"
proprietor

the owner of a property or business

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proprietor"
spendthrift

an individual who is in the habit of spending money in a careless and wasteful way

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spendthrift"
vendor

someone on the street who offers food, clothing, etc. for sale

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vendor"
wet market

a market in which fresh meat, fish, fruit, and vegetables are sold to customers, especially in Asia

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wet market"
wholesale

the process or activity of selling goods in large quantities to businesses at a lower price

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wholesale"
toiletries

products used in a bathroom for washing and taking care of one's body, such as soap, toothpaste, and shampoo

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toiletries"
white goods

large electrical home appliances such as washing machines and refrigerators

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "white goods"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek