pattern

Προχωρημένο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Αθλητισμός

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τον αθλητισμό, όπως «croquet», «javelin», «division» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Advanced Words Needed for TOEFL
croquet

a game that is played on grass and involves a series of hoops through which the players must roll wooden balls using hammer-like sticks called mallets

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "croquet"
wrestling

a sport in which two players hold each other while trying to throw or force the other one to the ground

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wrestling"
rappelling

the activity or sport of descending a cliff using rope that is coiled around the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rappelling"
decathlon

a competition consisting of ten different sports that takes place over two days

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decathlon"
grand slam

a set of championships or matches happening in a particular sport including tennis, golf, or rugby that are of great significance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grand slam"
Grand Prix

one of a series of international motorcycle or car racing competitions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Grand Prix"
lacrosse

a game played on a field with two teams, each consisting of ten players using long-handled sticks with a net to throw, carry, and catch the ball

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lacrosse"
welterweight

a weight between lightweight and middleweight in boxing and other sports, usually between 60 and 67 kilograms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "welterweight"
discus

the sport or competition in which a discus is thrown as far as possible

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discus"
javelin

a sport or competition in which a light spear is thrown as far as possible

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "javelin"
regatta

a sporting event consisting of a series of races between rowboats or sailing boats

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "regatta"
softball

a game similar to baseball but on a smaller field in which players use a larger and softer ball

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "softball"
steeplechase

a race in which people or animals, typically horses, have to jump over fences, ditches, bushes, etc. in order to finish the race

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "steeplechase"
major league

a league of the highest-ranking in a particular sport, especially baseball

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "major league"
triathlon

a sporting contest typically consisting of swimming, cycling, and running taking place in three different events

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "triathlon"
tour de france

a cycling race consisting of 21 stages held annually for men primarily in France

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tour de france"
debutant

a man who is making a public appearance for the first time, especially in movies or sports

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "debutant"
novice

a person who is new and inexperienced in a position

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "novice"
underdog

an individual, team, etc. who is regarded as weaker compared to others and has little chance of success as a result

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "underdog"
division

a number of athletic competitors and teams grouped together, especially according to weight, ability, geography, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "division"
gridiron

a field painted with parallel lines in which American football is played

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gridiron"
dribble

an act of moving the ball along the ground with repeated slight touches or bounces, especially in soccer, hockey, and basketball

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dribble"
fumble

an act of dropping or failing to catch the ball properly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fumble"
matchup

a sports event with two players or teams competing against one another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "matchup"
pennant

a flag representing a sports championship or other achievement, especially in American baseball leagues

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pennant"
podium

a structure used in sports competitions consisting of three adjacent platforms of different levels, on which winners stand to receive their awards

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "podium"
rappel

the act of descending a cliff using rope that is coiled around the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rappel"
interval training

athletic training that consists of activities with alternating periods of high and low-intensity activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interval training"
to foul

to play against the rules of a game

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to foul"
to dope

to induce an animal or person with drugs in order to affect their performance in a competition

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dope"
to knock out

to make someone or something unconscious

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to knock out"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek