pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το GRE - Η ΥΓΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΛΟΥΤΟΣ

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την υγεία, όπως «regimen», «viral», «trauma» κ.λπ. που χρειάζονται για την εξέταση GRE.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for the GRE
anaerobic

(of physical exercise) involving short and intense physical activities, such as sprints and weightlifting, during which oxygen demand surpasses oxygen supply

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anaerobic"
circulation

the flow and movement of blood around and in all parts of the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "circulation"
to flourish

to grow or develop in a healthy and successful way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flourish"
immunity

the situation in which the body can shield itself against a disease

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immunity"
regimen

a set of instructions given to someone regarding what they should eat or do to maintain or restore their health

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "regimen"
strenuous

(of actions or efforts) determined and energetic

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strenuous"
radiance

a happy, glowing look from being really healthy and feeling great on the inside

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "radiance"
social distancing

‌the practice of keeping a safe distance between yourself and other people in order to prevent the spread of disease

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "social distancing"
handicapped

having a physical or mental condition that limits one's movements, senses, or activities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "handicapped"
impairment

a state or condition in which a part of one's body or brain does not work properly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impairment"
quadriplegic

a person who is paralyzed from neck down

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quadriplegic"
paraplegia

a type of paralysis that affects the legs and the lower body as the result of spinal cord damage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paraplegia"
hard of hearing

unable to hear properly

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hard of hearing"
abnormality

‌an unusual feature in someone's body or behavior that may be harmful, caused by duplication or deletion of a single gene

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abnormality"
withdrawal

the sudden cut back on or discontinuation of drug taking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "withdrawal"
viral

caused by or related to a virus

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "viral"
virulent

(of a disease) able to make one sick

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "virulent"
unconsciousness

the state of not being awake or aware of one's surroundings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unconsciousness"
affliction

a state of pain or suffering due to a physical or mental condition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affliction"
agony

severe physical or mental pain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agony"
terminal

(of an illness) having no cure and gradually leading to death

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "terminal"
septic

(of a body part or wound) infected by harmful bacteria

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "septic"
trauma

damage inflicted on the body as a result of an external force or event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trauma"
seizure

a sudden and unexpected start or return of a medical problem

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seizure"
aggressive

(of sickness or disease) tending to spread in a rapid manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aggressive"
bedridden

having to stay in bed, usually for a long time, due to illness or injury

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bedridden"
chronic

(of an illness) difficult to cure and long-lasting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chronic"
comatose

being in a state of coma or relating to coma

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comatose"
to succumb

to die as a result of a disease or injury

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to succumb"
remission

a period during which a patient's condition improves and the symptoms seem less severe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "remission"
pathogen

any organism that can cause diseases

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pathogen"
outbreak

the unexpected start of something terrible, such as a disease

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outbreak"
nauseous

feeling as if one is likely to vomit

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nauseous"
malady

any physical problem that might put one's health in danger

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "malady"
hereditary

(of a disease or characteristic) able to be passed on to a child through the genes of its parents

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hereditary"
fracture

a crack or break in a bone or other hard substance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fracture"
flatulent

(of a person) suffering from an excessive amount of gas in the alimentary canal

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flatulent"
to exacerbate

to make a problem, bad situation, or negative feeling worse or more severe

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exacerbate"
emaciation

a state of extreme thinness and weakness, often due to illness, starvation, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emaciation"
delirium

a state of intense, uncontrolled enthusiasm or excitement that makes one say or do crazy things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delirium"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek