pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για το GRE - Μια κρύα μέρα στην κόλαση

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τη θρησκεία, όπως «αθεϊσμός», «ανιμισμός», «βάπτισμα» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις GRE.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Words Needed for the GRE
Zen

a school of Mahayana Buddhism, originally formed in Japan, emphasizing the value of meditation and intuition rather than reading religious scripts or ritual worship

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Zen"
agnosticism

uncertainty or lack of commitment regarding the existence of deities or the ability to know and comprehend the nature of ultimate reality

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agnosticism"
atheism

the belief that rejects the existence of God or a higher power

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "atheism"
the Trinity

(in Christianity) the concept of God as Father, Son, and Holy Spirit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "the Trinity"
theology

the study of religions and faiths

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "theology"
almighty

having the absolute power and ability to do anything

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "almighty"
animism

the belief in spirits residing within natural elements, objects, and living beings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "animism"
theism

the belief in the existence of one or more gods or deities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "theism"
biblical

related to or derived from the Bible

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biblical"
baptism

a Christian ceremony during which water is poured on someone or they are immersed into water to welcome them to the Church

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baptism"
bar mitzvah

a Jewish ceremony for a boy when he turns 13, marking his transition to being considered an adult in the Jewish community

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bar mitzvah"
secularism

the doctrine that separates the state from religious associations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "secularism"
spiritualism

the belief that the human spirit or soul can survive after death and communicate with the living

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spiritualism"
asceticism

a practice that advocates letting go of all the material, mortal, or pleasurable things in order to enrich one's faith and spiritual abilities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "asceticism"
archbishop

a bishop of the highest rank who is responsible for all the churches in a specific large area

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "archbishop"
christening

a Christian religious ceremony during which a baby is named and admitted to the Christian Church

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "christening"
clergy

people who are officially chosen to lead religious services in a church or other religious institution

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clergy"
commemorative

acting as something like a statue or structure that is established to remind others of a person or event

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commemorative"
congregation

a group of people who gather in a church to say prayers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "congregation"
consecration

act or ceremony of declaring something sacred or dedicated to a divine purpose, particularly in Christianity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consecration"
crucifix

a cross with a image or statue of Jesus on it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crucifix"
deity

a supernatural figure that is worshipped like a god or goddess

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deity"
ecclesiastic

a male priest, religious leader, or minister; especially a Christian one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ecclesiastic"
effigy

a physical illustration of someone, especially a graven image or statue, often life-size

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "effigy"
epistle

any of the letters in the New Testament, written by the apostles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "epistle"
exorcism

the religious or spiritual practice of driving out evil spirits or entities from a person or place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exorcism"
Gospel

any of the four books of the New Testament that is about the life and teachings of Jesus Christ

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Gospel"
kosher

(of food) prepared according to Jewish law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kosher"
guru

a religious leader or teacher in Buddhism, Hinduism, or Sikhism

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guru"
halal

(of food) prepared according to Islamic law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "halal"
hermit

a person who lives a very simple life in solitude as a religious practice

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hermit"
heretic

someone with beliefs against the doctrines of a particular religion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heretic"
hymn

a religious song intended to praise God, especially sung by Christians in congregation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hymn"
reincarnation

the belief that after someone’s death, their spirit comes back to life in the form of a new body, especially in Buddhism and Hinduism

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reincarnation"
judaic

related to the Jew and their faith, religion, or culture

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "judaic"
martyr

someone who is killed because of their beliefs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "martyr"
lama

a Mongolian or Tibetan Buddhist monk

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lama"
monastic

relating to people like monks, nuns, etc. who voluntarily made a public sacred promise to dedicate their life to a special duty

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monastic"
pantheism

the belief that God and the universe are one and the same, considering the entire natural world as a divine expression of God

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pantheism"
polytheism

the belief in or worship of multiple gods or deities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polytheism"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek