pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 13

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
to abbreviate

to shorten the form of a word or a group of words to represent all of it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to abbreviate"
to abate

to lessen in intensity or severity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to abate"
extrovert

(psychology) a person that is preoccupied with external things and prefers social situations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extrovert"
to extrude

to force or shape a material, often a plastic or metal, through a die or a mold to create a specific form

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to extrude"
extrinsic

an external and unnecessary part of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extrinsic"
extremity

the most distant point from a certain place, often the center

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extremity"
extremist

holding or promoting extreme opinions in politics, religion, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extremist"
to sequence

to arrange items or events in a particular order

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sequence"
sequent

following back-to-back

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sequent"
polygamy

the practice of having multiple spouses simultaneously

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polygamy"
polyglot

able to understand and communicate in multiple languages

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polyglot"
polygon

(geometry) a flat shape consisting of three or more straight sides

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polygon"
polysyllable

a word that possesses more than one syllable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polysyllable"
polyhedron

a solid shape made of flat sides that fit together along their edges

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polyhedron"
polytechnic

a school or institution that offers vocational courses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polytechnic"
polytheism

the belief in or worship of multiple gods or deities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polytheism"
intransigent

unwilling to behave differently or change one’s opinions or attitude, especially in an unreasonable way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intransigent"
intransigence

the state or quality of unwillingness to change one's opinion or behavior

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intransigence"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek