pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 6

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
virile

displaying manly qualities or characteristics

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "virile"
virago

a woman who is loud, ill-tempered, and aggressive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "virago"
bellicose

displaying a willingness to start an argument, fight, or war

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bellicose"
belligerent

showing a strong desire to fight

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "belligerent"
viceroy

a type of butterfly with similar colorful markings to the monarch butterfly, black and orange, but typically smaller in size

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "viceroy"
vicarious

living through the experiences of others through observation, empathy, or imagination as if they were one's own

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vicarious"
aversion

a strong feeling of dislike toward someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aversion"
to avert

to prevent something dangerous or unpleasant from happening

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to avert"
subjacent

located beneath or below something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subjacent"
subjection

the process of forcing something or someone under one's control

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subjection"
to subjugate

to use authority or force to bring under control, suppressing resistance and establishing subordination

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to subjugate"
bureau

a specific section within a government department which is responsible for specific tasks, functions, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bureau"
bureaucracy

the group of people in the government who are chosen for their jobs rather than elected to handle administrative tasks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bureaucracy"
to fete

to honor and celebrate someone with a special often public event

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fete"
festive

fitting for celebrations or cheerful occasions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "festive"
festal

related to things associated with happy and merry celebrations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "festal"
apolitical

having no interest or involvement in politics

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apolitical"
asexual

not having any sexual characteristics or reproductive organs

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "asexual"
aboriginal

(of things or beings) existed in a particular region from the very beginning

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aboriginal"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek