pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 11

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
to sever

to separate something from a whole

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sever"
severance

the act of separating one thing from another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "severance"
severely

very badly or to a serious extent

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "severely"
unavoidable

unable to be prevented or escaped

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unavoidable"
unassailable

so flawless that cannot be questioned or denied

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unassailable"
unassuming

not looking for attention or approval

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unassuming"
unfavorable

expressing a lack of support or approval

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unfavorable"
compliance

the act of following rules or regulations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compliance"
compliant

willingly obeying rules or doing what other people demand

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compliant"
compliment

a comment on a person's looks, behavior, achievements, etc. that expresses one's admiration or praise for them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compliment"
to affiliate

to join or associate with a group, organization, or network, forming a partnership or connection

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to affiliate"
affiliation

a connection between individuals, groups, or entities in either a social, political, etc. context

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affiliation"
cosmopolitan

(of plants or animals) found in many different regions and climates throughout the world

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cosmopolitan"
mystic

of a secretive nature

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mystic"
emblem

a special design or sign that represents a nation, monarchy, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emblem"
emblematical

representing a concept, person, etc. in a symbolic way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emblematical"
to emblazon

to display a symbolic design on a shield, surcoat, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to emblazon"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek