pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 18

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
immune

not influenced or upset by any negative impact

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immune"
immunity

the condition of not being influenced by a specific negative impact

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immunity"
progeny

one or all the descendants of an ancestor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "progeny"
progenitor

a person from whom other offsprings are descended

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "progenitor"
to seduce

to persuade someone into engaging in sexual activity, often through charm

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to seduce"
sedulous

putting continuous effort, care, and attention in doing something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sedulous"
plenitude

the state of having a great amount of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plenitude"
plenteous

existing in great amounts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plenteous"
plethora

a great or excessive number or amount of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plethora"
to ensconce

to establish one's place or position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ensconce"
to enshrine

to protect and honor something by placing it in a secure or revered place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enshrine"
to enshroud

to cover a dead body with the burial clothes

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enshroud"
to ensnare

to trap someone in an uncomfortable situation or place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ensnare"
evangelist

a person who tries to convince people to become Christians, often by means of public speech or going door to door

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "evangelist"
evangelical

referring to a Christian group emphasizing the significance of the Bible and salvation through faith

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "evangelical"
insolent

showing a rude and disrespectful attitude or behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insolent"
insolence

the quality of being disrespectful

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insolence"
polemic

a strong verbal or written statement of opinion, especially one that refutes or attacks a specific opinion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polemic"
polemical

of or relating to strong arguments meant to criticize or defend a particular opinion, person, idea, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polemical"
to polemicize

to take part in a controversial discussion or dispute

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to polemicize"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek