pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 16

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
diacritical

having the capacity to distinguish

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diacritical"
diaphanous

(of fabric, etc. ) extremely light, delicate, and often see-through

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diaphanous"
diatomic

(of molecules) having two atoms with the same or different elements

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diatomic"
diatribe

a harsh and severe criticism or verbal attack that is aimed toward a person or thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diatribe"
diabolic

related to evil characteristics such as cruelty

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diabolic"
incongruous

peculiar and not like what is considered suitable or appropriate for a situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incongruous"
inconsequential

lacking significance or importance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inconsequential"
inconspicuous

not easily noticeable or attracting attention

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inconspicuous"
interpreter

someone who verbally changes the words of a language into another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interpreter"
to interrogate

to question someone in an aggressive way for a long time in order to get information

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to interrogate"
to coerce

to force someone to do something through threats or manipulation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to coerce"
coercion

making something happen by using force or threat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coercion"
to mar

to ruin the perfection of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mar"
marred

flawed because of a damage or excessive use

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "marred"
refusal

the act of rejecting or saying no to something that has been offered or requested

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refusal"
to refute

to reject or deny a statement or accusation by using an argument or evidence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to refute"
refutation

the act of showing that someone or something is wrong by using an argument or evidence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refutation"
assonance

the use of similar vowels close to each other in nonrhyming syllables as a literary device

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "assonance"
assonant

having an identical vowel combined with different consonants in words, often for poetic purposes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "assonant"
to assonate

to have a close similarity in sounds, particularly vowels

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to assonate"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek