pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 19

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
immovable

(of an object) impossible to be placed elsewhere

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immovable"
immiscible

(of liquids) without the potential of getting mixed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immiscible"
immeasurable

too great or extensive to be measured or quantified

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immeasurable"
immature

not entirely grown yet

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immature"
immaterial

not possessing a physical form

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immaterial"
profligate

overly extravagant or wasteful, especially with money

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "profligate"
profligacy

the excessive act of putting one's physical pleasure in high priority

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "profligacy"
to seclude

to keep something or someone in a private or isolated place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to seclude"
seclusion

the state of being isolated from other things or people, usually by choice

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seclusion"
secular

not concerned or connected with religion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "secular"
to engross

to absorb all of someone's attention or time, captivating them completely

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to engross"
to engulf

to strongly and overwhelmingly effect a person or thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to engulf"
poise

the quality of having a balanced and composed manner, especially in stressful situations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poise"
poised

having a balanced quality, yet ready to move or act

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poised"
to congeal

to change from a fluid state to a solid or semi-solid one

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to congeal"
congenial

acceptable in a way that is suited to something or someone's desire, need, nature, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "congenial"
congenital

having a disease since birth that is not necessarily hereditary

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "congenital"
domestic

belonging to a house or household

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "domestic"
domesticity

the state or quality of being focused on home life, family, and the activities associated with maintaining a household

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "domesticity"
domicile

a place which is one's residence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "domicile"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek