pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 2

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
to dupe

to trick someone into believing something that is not true

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dupe"
duplex

(of machinery) having two parts working at the same time or in the same way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "duplex"
duplicity

the type of behavior that is dishonest and contradictory and has deception as its motive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "duplicity"
agrarian

related to agriculture, farmers, or rural life

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agrarian"
agriculture

the business of using the land to grow and take care of crops and livestock

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agriculture"
inoffensive

not likely to sadden or anger anyone

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inoffensive"
inopportune

happening at an inconvenient or unsuitable time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inopportune"
inordinate

much more than what is normal, reasonable, or expected

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inordinate"
insatiable

unable to ever be satisfied

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insatiable"
vacuous

characterized as completely empty

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vacuous"
vacuum

a space that is utterly empty of all matter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vacuum"
militant

having the tendency to use force or violence to get want they want

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "militant"
militarism

the belief that a country must have a strong military force in order to seem more powerful

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "militarism"
to militate

to stop or to lower the chances of something happening or existing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to militate"
militia

a military group consisting of civilians who have been trained as soldiers to help the army in emergencies

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "militia"
apparent

easy to see or notice

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apparent"
apparition

a ghostly figure of a dead person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apparition"
duteous

carrying out one's responsibilities with a great amount of respect and loyalty

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "duteous"
dutiable

(of goods) likely to be taxed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dutiable"
dutiful

fulfilling one's duties and responsibilities with a sense of loyalty and obedience

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dutiful"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek