pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 14

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
to inter

to put a body in a grave, usually at a funeral ceremony

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to inter"
to disinter

to take something, especially a dead body, out of the ground

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disinter"
interdict

an order from authority that forbids a person or a group of people from doing something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interdict"
interminable

feeling endlessly long and tedious

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interminable"
internecine

of a destructive or deadly nature

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "internecine"
to interpolate

to change or manipulate a text by adding new material

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to interpolate"
to interpose

to insert or place something between other elements

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to interpose"
to diagnose

to find out the cause of a problem or what disease a person has by examining the symptoms

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to diagnose"
diagnosis

the identification of the nature and cause of an illness or other problem

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diagnosis"
incandescence

the quality of being extremely bright

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incandescence"
incantation

the use of a group of words or sounds that are thought to have a magical effect

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incantation"
to permeate

to pass through a small space between objects or a gap in a surface

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to permeate"
permeable

having small openings that allow different materials to pass through

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "permeable"
to sedate

to give a calming substance to a person or animal, often for medical reasons or to reduce anxiety

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sedate"
sedentary

(of a job or lifestyle) including a lot of sitting and very little physical activity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sedentary"
sediment

particles of solid material that settle at the bottom of a liquid

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sediment"
sedition

the act of rebellion or resistance against established authority, typically through speech or conduct

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sedition"
burgess

a person who lives in a town in England that has its own separate government

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "burgess"
burgher

a citizen who belongs to the middle class

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "burgher"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek