pattern

Slovní Zásoba pro IELTS (Základní) - Σπίτια

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τα σπίτια, όπως «μπαλκόνι», «οροφή», «εντοιχισμένο» κ.λπ. που χρειάζονται για την εξέταση IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for Basic IELTS
accommodation

a place where people live, stay, or work in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accommodation"
attic

an area or room directly under the roof of a house, typically used for storage or as an additional living area

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attic"
balcony

a platform above the ground level and on the outside wall of a building that we can get into from the upper floor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "balcony"
basement

an area or room in a house or building that is partially or completely below the ground level

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "basement"
built-in

(of a place or piece of equipment) connected to something in a way that is not separable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "built-in"
ceiling

the highest part of a room, vehicle, etc. that covers it from the inside

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ceiling"
closet

a small space or room built into a wall, which is used to store things and is usually shelved

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "closet"
to decorate

to adorn the inside of a house or room in order to make it more beautiful

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to decorate"
doorstep

a small step in front of the main door of a building or house

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "doorstep"
entrance

an opening like a door, gate, or passage that we can use to enter a building, room, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "entrance"
exterior

located on the outer surface of a particular thing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exterior"
first floor

the floor of a building which has the same level as the street level

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "first floor"
ground floor

the floor of a building at ground level

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ground floor"
indoor

(of a place, space, etc.) situated inside a building, house, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indoor"
interior

located on the inside part of a particular thing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interior"
landlord

a person or a company who rents a room, house, building, etc. to someone else

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "landlord"
lease

a property or piece of land that is rented for a specified time and price

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lease"
outdoor

(of a place or space) located outside in a natural or open-air setting, without a roof or walls

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outdoor"
to rent

to let someone use one's property, car, etc. for a particular time in exchange for payment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rent"
tenant

someone who pays rent to live in someone else's house, room, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tenant"
landmark

something such as a building, tree, etc. that is easy to recognize, which we can use to know where we are

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "landmark"
upstairs

on or toward a higher part of a building

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upstairs"
downstairs

on or toward a lower part of a building, particularly the first floor

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "downstairs"
studio

a tiny apartment that has only one main room

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "studio"
staircase

a set of stairs inside a building including its surrounding side parts that one can hold on to

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "staircase"
dormitory

a room designed for multiple people to sleep in, typically found in schools, camps, or similar institutions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dormitory"
residential

(of an area with buildings) designed specially for people to live in

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "residential"
to occupy

to live in a place that is either rented or owned

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to occupy"
housework

regular work done in a house, especially cleaning, washing, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "housework"
heating

a system that provides a room or building with warmth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heating"
tap

an object that controls the flow of liquid or gas from a container or pipe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tap"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek