pattern

Ρήματα Ύπαρξης και Δράσης - Ρήματα για εκτέλεση

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στην εκτέλεση, όπως "undo", "commit" και "practice".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Existence and Action
to do

to perform an action that is not mentioned by name

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to do"
to undo

to make null or cancel the effects of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to undo"
to overdo

to do something excessively, beyond what is appropriate or reasonable

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overdo"
to act

to do something for a special reason

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to act"
to act on

to take action to continue with a task or situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to act on"
to commit

to do a particular thing that is unlawful or wrong

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to commit"
to perform

to carry out or execute a task, duty, action, or ceremony, often in a formal or official capacity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to perform"
to get on

to continue or begin a task, journey, or project

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get on"
to execute

to perform or carry out a skillful and well-coordinated action or maneuver

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to execute"
to implement

to apply or utilize a device, tool, or method for a specific purpose

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to implement"
to practice

to actively engage in the duties, activities, or tasks associated with a specific job or profession

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to practice"
to effectuate

to cause something to happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to effectuate"
to perpetrate

to commit a harmful, illegal, or immoral act, such as a crime or an offense

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to perpetrate"
to function

to perform the duties or tasks that are associated with a particular office, position, or place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to function"
to multitask

to simultaneously do more than one thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to multitask"
to react

to act or behave in a particular way in response to something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to react"
to overreact

to react more intensely or dramatically than is warranted by the situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overreact"
to wage

to participate in and carry out a specific action, such as a war or campaign

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wage"
to fare

to perform or manage oneself in a particular way, especially in response to a situation or condition

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fare"
to dare

to have the courage or audacity to try or do something challenging or risky

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dare"
to step up

to make one's presence known in a situation or setting

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to step up"
to play at

to do something in an unserious manner and without dedication

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to play at"
to go through with

to complete a planned or promised action, even if it is difficult or undesirable

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go through with"
to carry out

to complete or conduct a task, job, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to carry out"
to phase

to carry out in gradual stages

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to phase"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek