pattern

Φυσικές Επιστήμες SAT - Ζωή και Εξέλιξη των Ζώων

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τη ζωή και την εξέλιξη των ζώων, όπως «venom», «habitat», «diurnal» κ.λπ. που θα χρειαστείτε για να άσσος τα SAT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Vocabulary for Natural Sciences
insectivore

an animal that primarily feeds on insects or other small invertebrates

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insectivore"
carnivorous

(of plants or animals) feeding on the meat or flesh of other animals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carnivorous"
herbivorous

(of an animal) solely feeding on plants

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "herbivorous"
detritivore

an organism that breaks down and feeds on dead organic matter, such as decaying plant and animal material

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "detritivore"
parasitic

relating to organisms that live on or inside other organisms, benefiting at the expense of their hosts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parasitic"
heterotroph

an organism that cannot produce its own food and must obtain energy by consuming other organisms or organic matter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heterotroph"
predatory

(of wild animals) living by preying on other animals, especially live animals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "predatory"
endothermic

(of an animal) generating and regulating their own body heat internally

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "endothermic"
to hibernate

(of some animals or plants) to spend the winter sleeping deeply

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hibernate"
arousal

the process of waking up or becoming active and alert, often influenced by environmental stimuli or internal biological rhythms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arousal"
venom

the poisonous substance produced by some snakes, scorpions, or spiders to kill their prey or to defend themselves from predators

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "venom"
toxicity

the harmful effects or potential for harm caused by a substance to living organisms or the environment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toxicity"
potency

the capacity or ability of an organism, often referring to its genetic potential, reproductive success, or influence within its environment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "potency"
habitat

the place or area in which certain animals, birds, or plants naturally exist, lives, and grows

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "habitat"
ecosystem

a community of living organisms together with their physical environment, interacting as a system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ecosystem"
diurnal

primarily active or occurring during the daytime

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diurnal"
nocturnal

(of animals or organisms) primarily active during the night

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nocturnal"
crepuscular

(of an animal) active during the twilight hours of dawn and dusk

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crepuscular"
to regurgitate

to bring up partially digested food from the stomach back into the mouth, often to feed young or as part of the digestive process

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to regurgitate"
endoskeleton

the internal bony structure of an animal that gives it form and supports its weight

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "endoskeleton"
exoskeleton

the hard outer covering that supports the body of an animal, such as an arthropod

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exoskeleton"
extinct

(of an animal, plant, etc.) not having any living members, either due to natural causes, environmental changes, or human activity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extinct"
de-extinction

the process of bringing extinct species back to life through scientific methods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "de-extinction"
domesticated

(of a wild animal) tamed and adapted to live with or to the benefit of humans

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "domesticated"
conservation

the protection of the natural environment and resources from wasteful human activities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conservation"
cloning

the scientific process of creating an identical or near-identical copy of a living organism, cell, or DNA sequence through asexual reproduction or genetic engineering techniques

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cloning"
evolutionary

related to evolution or the slow and gradual development of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "evolutionary"
subspecies

a taxonomic rank below species that represents a distinct population within a species, exhibiting consistent differences from other populations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subspecies"
primitive

characteristic of an early stage of human or animal evolution

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "primitive"
endangered

(of an animal, plant, etc.) being at risk of extinction

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "endangered"
endemic

found or restricted to a specific geographic region or habitat

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "endemic"
mastodon

an extinct large, elephant-like mammal with long, curved tusks and a body covered in hair, which lived during the Pleistocene epoch

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mastodon"
neanderthal

an extinct hominid species closely related to modern humans, characterized by a robust build and distinctive facial features, that lived in Europe and parts of Asia until approximately 40,000 years ago

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neanderthal"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek