pattern

Ανθρωπιστικές Επιστήμες ACT - Ανήθικη Συμπεριφορά

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με ανήθικη συμπεριφορά, όπως "infamous", "heinous", "treachery" κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν να κάνετε άσσο στα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
ACT Vocabulary for Humanities
monstrosity

an action, behavior, or entity that is extremely wicked, evil, or morally reprehensible

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monstrosity"
prejudice

an unreasonable opinion or judgment based on dislike felt for a person, group, etc., particularly because of their race, sex, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prejudice"
intolerance

the state of being reluctant to accept ideas, thoughts, or behaviors that differ from one's own

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intolerance"
stigma

a mark that represents shame or infamy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stigma"
vanity

the act of taking excessive pride in one's own achievements or abilities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vanity"
scheme

a secret plan, particularly one that is made to deceive other people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scheme"
treason

the act of betraying someone or something's trust or loyalty

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "treason"
assassination

the deliberate killing of a famous or important person, often for political or ideological reasons

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "assassination"
corruption

the process of abandoning moral principles and behaving immorally

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corruption"
notoriety

the state of having a widespread negative reputation due to a bad or disapproving behavior or characteristic

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "notoriety"
brute

a person who is cruel, violent, or lacking in human sensibility

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brute"
treachery

the act of showing disloyalty to someone's trust

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "treachery"
collusion

secret agreement particularly made to deceive people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "collusion"
deceitfulness

the quality of being dishonest and misleading

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deceitfulness"
ruse

a cunning or deceptive strategy or action intended to deceive or trick someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ruse"
humiliation

the state of being made to feel ashamed or losing respect and dignity, often in front of others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "humiliation"
injustice

a behavior or treatment that is unjust and unfair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "injustice"
deviation

separation from accepted norms, standards, or expected patterns of conduct

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deviation"
cruelty

a deliberate action or treatment that causes physical or mental pain or suffering in others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cruelty"
atrocity

the extreme brutality of an action or behavior

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "atrocity"
savagery

a violent act marked by extreme cruelty and aggression

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "savagery"
deceptive

intentionally created or done in a misleading way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deceptive"
devious

causing someone to have a wrong idea or impression, usually by giving incomplete or false information

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "devious"
fraudulent

dishonest or deceitful, often involving illegal or unethical actions intended to deceive others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fraudulent"
hypocritical

acting in a way that is different from what one claims to believe or value

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hypocritical"
unscrupulous

having no moral principles and willing to do anything to achieve one's goals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unscrupulous"
heinous

extremely evil or shockingly wicked in a way that deeply disturbs or offends

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heinous"
dismissive

showing a lack of interest or respect by ignoring or minimizing someone or something's importance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dismissive"
oppressive

having an unfair or harsh control over others, often involving cruelty or severe restrictions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oppressive"
malicious

intending to cause harm, injury, or distress to others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "malicious"
unwarranted

unfair and lacking a valid reason

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unwarranted"
fiendish

wickedly cruel and inhuman

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fiendish"
glib

making insincere and deceiving statements with ease

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glib"
vulgar

having an indecent quality or being socially unacceptable in expression

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vulgar"
sordid

relating to a disgraceful and corrupted action

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sordid"
infamous

well-known for a bad quality or deed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infamous"
unethical

involving behaviors, actions, or decisions that are morally wrong

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unethical"
outrageous

extremely unusual or unconventional in a way that is shocking or offensive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outrageous"
controversial

causing a lot of strong public disagreement or discussion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "controversial"
contentious

causing disagreement or controversy among people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contentious"
gory

involving a lof of blood and violence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gory"
to trick

to deceive a person so that they do what one wants

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to trick"
to purport

to claim or suggest something, often falsely or without proof

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to purport"
to betray

to be disloyal to a person, a group of people, or one's country by giving information about them to their enemy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to betray"
to double-cross

to betray a person that one is in cooperation with, often when they want to do something illegal together

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to double-cross"
to slaughter

to kill a large number of people, often in a harsh and heartless manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slaughter"
to despoil

to take valuables by force, often resulting in destruction or damage

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to despoil"
to violate

to not respect someone's rights, privacy, or peace

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to violate"
to counterfeit

to imitate, copy, or reproduce something, especially currency or goods, with the intent to deceive by passing off the imitation as genuine

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to counterfeit"
to plagiarize

to take and use the work, words or ideas of someone else without referencing them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to plagiarize"
to manipulate

to control or influence someone cleverly for personal gain or advantage

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to manipulate"
notoriously

in a way that is widely known or recognized typically for negative reasons

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "notoriously"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek