pattern

Ανθρωπιστικές Επιστήμες ACT - Αιτιοκρατία και Πρόθεση

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την αιτιότητα και την πρόθεση, όπως "incur", "premise", "reluctant" κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν να κάνετε άσσο στα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
ACT Vocabulary for Humanities
instigation

the act of causing something to begin or occur

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "instigation"
stimulus

something that triggers a reaction in various areas like psychology or physiology

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stimulus"
foundation

the core principles or base upon which something is started, developed, calculated, or explained

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foundation"
underpinning

a set of opinions, motives, or ideas that serve as a foundation of an argument, claim, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "underpinning"
causality

the relationship between a cause and its effect

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "causality"
premise

a theory or statement that acts as the foundation of an argument

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "premise"
outcome

the result or consequence that follows from a previous action, event, or situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outcome"
to invoke

to bring something into action or existence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to invoke"
to underlie

to serve as the foundation or primary cause for something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to underlie"
to precipitate

to bring about or accelerate the occurrence of something, often resulting in unexpected or unfavorable consequences

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to precipitate"
to catalyze

to initiate or accelerate a process

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to catalyze"
to prompt

to make something happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prompt"
to pose

to introduce danger, a threat, problem, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pose"
to stem

to be caused by something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stem"
to animate

to invoke emotions, enthusiasm, or energy in people

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to animate"
to elicit

to make someone react in a certain way or reveal information

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to elicit"
to exert

to put force on something or to use power in order to influence someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exert"
to necessitate

to make something required due to specific circumstances

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to necessitate"
to incur

to face consequences as a result of one's own actions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to incur"
to spearhead

to be the person who leads something like an attack, campaign, movement, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spearhead"
to incite

to encourage or provoke someone to take action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to incite"
grassroots

originating from the most basic level

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grassroots"
indicative

serving as a clear sign or signal of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indicative"
conducive

leading to the desired goal or result by providing the right conditions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conducive"
impulse

a sudden strong urge or desire to do something, often without thinking or planning beforehand

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impulse"
volition

the faculty to use free will and make decisions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "volition"
resistance

the act of refusing to accept or obey something such as a plan, law, or change

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resistance"
reluctant

not welcoming or willing to do something because it is undesirable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reluctant"
purposeful

having a clear aim or intention

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "purposeful"
spontaneous

tending to act on impulse or in the moment, without much planning or considering the consequences or potential risks of their actions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spontaneous"
senseless

characterized by lacking purpose or reason, often resulting in confusion or disbelief

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "senseless"
unintended

happening without being planned or deliberately caused

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unintended"
involuntarily

without conscious control or will

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "involuntarily"
deliberately

in a manner that was planned and purposeful

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deliberately"
inadvertently

in an accidental or unaware manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inadvertently"
readily

willingly and decisively without a pause

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "readily"
unwittingly

without realization or a particular purpose

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unwittingly"
unthinkingly

in a manner that shows a lack of thought or consideration

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unthinkingly"
purposely

with a specific goal in mind

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "purposely"
wilfully

in a deliberate and intentional manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wilfully"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek