pattern

Ανθρωπιστικές Επιστήμες ACT - Δίκαιο και Υποχρεώσεις

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με νόμους και υποχρεώσεις, όπως "waive", "acquittal", "parole" κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν να κάνετε άσσο στα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
ACT Vocabulary for Humanities
proceeding

the formal process or legal action taken within a court to resolve a dispute, administer justice, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proceeding"
affidavit

a written statement affirmed by oath that can be used as evidence in court

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affidavit"
testimony

a formal statement saying something is true, particularly made by a witness in court

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "testimony"
accusation

the act of blaming and charging someone for their wrong act

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accusation"
ruling

a decision made by someone with official power, particularly a judge

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ruling"
felony

a serious crime such as arson, murder, rape, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "felony"
parole

(law) the permission for a prisoner to leave prison before the end of their imprisonment sentence, on the condition of good conduct

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parole"
penalty

a punishment or consequence imposed as a result of violating rules

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "penalty"
libel

a published false statement that damages a person's reputation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "libel"
infraction

the act of breaking or not obeying a law, agreement, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infraction"
trustee

a person or group of people who control the property or money that belongs to another person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trustee"
counterclaim

a response in court, stating an opposing demand

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "counterclaim"
offender

someone who has done an illegal act

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "offender"
infringement

an action that is against a law. regulation, or agreement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infringement"
advocate

an authorized practitioner of law who defends a person's case in a courtroom

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "advocate"
verdict

an official decision made by the jury in a court after the legal proceedings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "verdict"
acquittal

an official judgment in court of law that declares someone not guilty of the crime they were charged with

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acquittal"
reformatory

an institution designed to reform or rehabilitate young offenders rather than simply punish them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reformatory"
penitentiary

a prison or correctional facility where individuals convicted of serious crimes are confined and undergo rehabilitation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "penitentiary"
statutory

according to or allowed by law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "statutory"
judicial

belonging or appropriate for a court, a judge, or the administration of justice

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "judicial"
indeterminate

(of a judicial sentence) establishing a range of time within which the offender will serve their sentence, with the possibility of early release

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indeterminate"
to indict

to officially accuse a person of a crime

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to indict"
to banish

to force someone to leave a country, often as a form of punishment or to keep them away

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to banish"
to slander

to make false and adverse statements about someone for defamation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slander"
to exile

to force someone to live away from their native country, usually due to political reasons or as a punishment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exile"
to outlaw

to officially state that something is illegal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outlaw"
to waive

to voluntarily relinquish or give up a right, claim, or privilege

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to waive"
to authorize

to officially give permission for a specific action, process, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to authorize"
to enact

to approve a proposed law

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enact"
to convict

to announce officially that someone is guilty of a crime in a court of law

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to convict"
to execute

to kill someone, especially as a legal penalty

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to execute"
to prosecute

to try to charge someone officially with a crime in a court as the lawyer of the accuser

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prosecute"
to arbitrate

to officially resolve a disagreement between people

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to arbitrate"
non-disclosure agreement

a legally binding contract between parties, typically individuals or businesses, that outlines confidential information that the parties agree not to disclose to others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "non-disclosure agreement"
confidentiality

the assurance that sensitive information will not be divulged without proper consent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confidentiality"
obligation

an action that one must perform because they are legally or morally forced to do so

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "obligation"
provision

an agreed-upon condition or requirement outlined in an agreement, law, or document

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "provision"
inviolable

unable to be broken or dishonored, often due to its importance or protection by law or custom

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inviolable"
to exempt

to officially excuse someone from a requirement or obligation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exempt"
to commit

to state that one is bound to do something specific

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to commit"
to entrust

to give someone the responsibility of taking care of something important, such as a task, duty, or information

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to entrust"
to pledge

to make a binding agreement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pledge"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek