pattern

Επιστήμες ACT - Βοτανική και Κηπουρική

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τη βοτανική και την κηπουρική, όπως "crown", "prune", "stoma" κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν να κάνετε άσσο στα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
ACT Vocabulary for Science
botanist

a student of or specialist in the scientific study of plants, their structure, genetics, classification, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "botanist"
biennial

a plant that lives for two years and in its second year produces seeds and flowers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biennial"
evergreen

any type of plant with leaves that remain green throughout the year

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "evergreen"
patch

a small plot of land that is used for growing a particular type of crops or plants

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "patch"
foliage

a plant or tree's branches and leaves collectively

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foliage"
bulb

the ball-shaped root of some plants that grows anew every year

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bulb"
potting soil

a specially formulated mixture of organic and inorganic materials used to grow plants in containers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "potting soil"
crown

the top part of a tree or other plant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crown"
terrarium

a sealed or open container for growing and displaying small plants, often used as a decorative piece indoors

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "terrarium"
to prune

to cut off top part or some branches of trees, bushes, or other plants to help them grow faster

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prune"
grove

a small group of trees planted closely together, often cultivated for their ornamental value or fruit production

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grove"
to pollinate

to deposit pollen on a plant or flower so that it can produce new seeds or fruit

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pollinate"
photosynthesis

a process in green plants during which the plant synthesizes using water and carbon dioxide

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "photosynthesis"
vegetation

trees and plants in general, particularly those of a specific habitat or area

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vegetation"
phytoremediation

the use of plants to clean up soil, water, and air contaminated with hazardous pollutants

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "phytoremediation"
mycology

the scientific study of fungi, including their taxonomy, biology, ecology, and uses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mycology"
spore germination

the process by which the reproductive unit of the plants or fungi begins to grow and develop into a new organism

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spore germination"
phototropism

the tendency of plants to grow toward or away from light, influenced by the direction and intensity of light

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "phototropism"
dandelion

a small plant of the daisy family with a yellow flower that turns into a fluffy white ball of seeds

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dandelion"
tulip

a flower shaped like a cup that has bright colors and blossoms in spring

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tulip"
sprout

a new growth or bud on a plant, typically emerging from a seed, bulb, or dormant bud

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sprout"
stoma

a microscopic pore found on the surface of leaves and stems of plants, involved in gas exchange, including the uptake of carbon dioxide and release of oxygen and water vapor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stoma"
algae

plants without true roots, leaves, or stems, which grow in or near a body of water, such as seaweeds

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "algae"
phytoplankton

the microscopic, photosynthetic organisms found in aquatic environments, such as oceans, lakes, and rivers, forming the base of the aquatic food chain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "phytoplankton"
eelgrass

a plant species found underwater in coastal areas of the North Atlantic and other temperate regions worldwide, characterized by long, narrow leaves

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eelgrass"
viburnum

a genus of flowering shrubs and small trees known for their clusters of white or pink flowers, followed by berries, commonly found in temperate regions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "viburnum"
moss

a small, non-vascular plant that lacks true roots, stems, and leaves, typically forming dense green mats or cushions in damp or shady environments

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "moss"
seaweed

a type of plant that grows in or near the sea

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seaweed"
taproot

the primary, central root of a plant that grows vertically downward, typically thicker than other roots, anchoring the plant and absorbing water and nutrients

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "taproot"
peony

a flowering plant known for its large, showy blossoms with lush, often fragrant petals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peony"
to graft

to cut and join a piece of a living plant to another plant so that it can continue growing from there

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to graft"
sepal

the outermost part of a flower, typically green and leaf-like in appearance, protecting the flower bud before it opens

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sepal"
euphorbia

a plant in the family Euphorbiaceae, known for their diverse forms from succulents to shrubs, typically characterized by milky sap and unique flower structures

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "euphorbia"
stalk

the slender, elongated part of a plant that supports leaves, flowers, or fruits

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stalk"
sprig

a small, slender branch or shoot with leaves, commonly used in decorative arrangements or for propagation in gardening and landscaping

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sprig"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek