pattern

Άποψη και Επιχείρημα - Προοπτικές στη Συζήτηση

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με προοπτικές στη συζήτηση, όπως "λάθος εκτίμηση", "συμπερασματικά" και "εντύπωση".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Opinion and Argument
if

used to express one's opinion

[Σύνδεσμος]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "if"
if anything

used to suggest that the opposite of what has been stated may be closer to the truth

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "if anything"
if you ask me

used to introduce one's personal opinion or perspective on a topic, emphasizing on the fact that it is their personal view

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "if you ask me"
I am easy

used to express indifference toward the options or choices that are offered

[πρόταση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "I am easy"
in my humble opinion

an abbreviation that is used in texting to express one's personal opinion about a particular subject

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in my humble opinion"
impression

an opinion or feeling that one has about someone or something, particularly one formed unconsciously

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impression"
in all honesty

used to emphasize that the speaker is being sincere and truthful in their statement

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in all honesty"
inclined

giving an opinion in a way that is not strong

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inclined"
to infer

to reach an opinion or decision based on available evidence and one's understanding of the matter

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to infer"
inference

a conclusion one reaches from the existing evidence or known facts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inference"
inflexibility

the quality of being unable or unwilling to change

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inflexibility"
inflexibly

in a firm and unchangeable manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inflexibly"
in my book

according to one’s own personal opinion

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in my book"
in one's eyes

according to one’s opinion

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in {one's} eyes"
in one's opinion

used to express what one thinks or believes, which is not necessarily a fact

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in {one's} opinion"
to interject

to suddenly interrupt someone with one’s own opinion or remark

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to interject"
in the sight of

according to someone's opinion or perception

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in the sight of"
intransigence

the state or quality of unwillingness to change one's opinion or behavior

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intransigence"
judge

someone who possesses the necessary knowledge or ability to form or give an opinion about something or someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "judge"
judgment

an opinion that is formed after thinking carefully

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "judgment"
to judge

to form a decision or opinion based on what one knows

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to judge"
to keep one's own counsel

to keep one's opinions, plans, or intentions secret

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [keep] {one's} own counsel"
leaning

a tendency to believe in or favor something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leaning"
to lean

to have a tendency to choose or support something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lean"
to lean towards

to favor something, especially an opinion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lean towards"
left field

an opinion that is uncommon, unpopular, or strange

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "left field"
like

used in a question asking for a description of someone or something

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "like"
to maintain

to firmly and persistently express an opinion, belief, or statement as true and valid

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to maintain"
to make one's voice heard

to ascertain that one's feeling, opinion, point of view, etc. is considered, understood, or has an impact

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [make] {one's} voice heard"
middle ground

a specific set of opinions, ideas, etc. on which conflicting parties agree; a position that is intermediate

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "middle ground"
to misjudge

to form an incorrect opinion or assessment about someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to misjudge"
misjudgment

‌an incorrect or unjust opinion that is formed about someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "misjudgment"
mistake

an act or opinion that is wrong

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mistake"
mistaken

wrong in one's judgment, opinion, or belief

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mistaken"
mistakenly

in a wrong or incorrect manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mistakenly"
to mold

to shape or influence the way someone’s character or opinions develop

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mold"
to moralize

to be critical of people and tell them what is right and wrong in order to establish one’s superiority

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to moralize"
to muzzle

to restrain someone from freely expressing their opinions in public

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to muzzle"
name

the reputation that someone has or the opinion that people have about them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "name"
non-committally

‌in a way that deliberately refrains from giving a definitive answer or expressing one's opinion or intentions clearly

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "non-committally"
notice

(usually plural) a short review on a new play, book, film etc., especially one that is written exclusively for a newspaper or magazine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "notice"
not half

used to emphasize a fact, opinion, statement or quality

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "not half"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek