pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Ακαδημαϊκά) - Φεμινισμός

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τον φεμινισμό, όπως «πατριαρχία», «θετικό», «ακτιβισμός» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for Academic IELTS
feminism

the movement that supports equal treatment of men and women and believes women should have the same rights and opportunities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feminism"
patriarchy

a social system in which the father or the eldest male is in charge of the family and his possessions or power are passed to a male heir

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "patriarchy"
sexism

an unfair treatment based on the belief that one gender, particularly female, is weaker, less intelligent, or less important than the other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sexism"
misogyny

the feeling of hatred or discrimination against women

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "misogyny"
hostile

unfriendly or aggressive toward others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hostile"
benevolent

showing kindness and generosity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "benevolent"
transgender

describing or relating to someone whose gender identity does not correspond with their birth sex

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "transgender"
fluidity

the state of being likely to change rather than being static

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fluidity"
gender

the fact or condition of being male, female or non-binary that people identify themselves with based on social and cultural roles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gender"
victim

someone who has been tricked or decieved

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "victim"
privilege

a special right, immunity or advantage that only a particular person or group has

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "privilege"
positive

displaying approval, support, or agreement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "positive"
negative

indicating or implying refusal, denial, disagreement, or omission

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "negative"
empowerment

the act of giving a person or an organization the right, authority or power in order to do something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "empowerment"
equity

the quality of being fair and just toward people according to natural law

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "equity"
conservative

supporting traditional values and beliefs and not willing to accept any contradictory change

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conservative"
social movement

a group of people working together in order to cause a social change or solve a social issue

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "social movement"
feminist

a person who advocates equal rights and opportunities for women

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feminist"
marital status

the state of being married, single, divorced, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "marital status"
suffrage

the right or privilege of casting a vote in public elections

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suffrage"
political correctness

the use of language, behavior, or policies that are intended to avoid offense or discrimination towards certain groups of people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "political correctness"
femininity

the qualities or attributes that are considered to be typical of or suitable for women

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "femininity"
undeclared

not publicly stated or admitted

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "undeclared"
self-consciously

in a way that suggests embarrassment or worry about one's own actions or appearance

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "self-consciously"
self-expression

the revealing of one's feelings or thoughts, especially through creative activities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "self-expression"
to criticize

to point out the faults or weaknesses of someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to criticize"
activism

the action of striving to bring about social or political reform, especially as a member of an organization with specific objectives

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "activism"
objectification

the act of ignoring the rights or feelings of a person and treating them as mere objects

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "objectification"
abortion

the intentional ending of a pregnancy, often done during the early stages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abortion"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek