pattern

Εμφάνιση - Το πρόσωπο και τα χαρακτηριστικά του

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το πρόσωπο και τα χαρακτηριστικά του όπως "λακκάκι", "κουκούλα" και "jowl".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Appearance
Roman nose

a large nose with a bridge that curves outward

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Roman nose"
Grecian nose

a straight nose that continues the line of the brow without any curve

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Grecian nose"
proboscis

a prominent or unusually shaped nose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proboscis"
hooter

a slang term for nose that is typically used informally or in a humorous context

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hooter"
conk

a slang term for nose that is often used in informal contexts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conk"
schnozzle

a slang term used to describe a person's nose, typically a large or prominent one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "schnozzle"
button nose

a small and round nose that protrudes slightly from the face resembling a button

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "button nose"
dimple

a small hollow place in the flesh, especially one that forms in the cheeks when one smiles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dimple"
jowl

the fleshy, sagging skin under the jaw or chin, typically found in older people or certain breeds of animals such as bulldogs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jowl"
laughter line

a single wrinkle or crease that forms around the eyes or mouth as a result of laughing or smiling

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "laughter line"
furrow

a deep crease or groove on the face caused by repeated facial expressions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "furrow"
profile

the side view or silhouette of a person's face or body, especially as it is seen in a photograph or when standing or sitting sideways

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "profile"
thread vein

a small visible blood vessel, often on the face or legs, that resembles a spider web or tree branch

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thread vein"
feature

a distinctive aspect or characteristic that contributes to their unique appearance, such as the shape of their eyes, nose, or lips

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feature"
lineament

a distinctive feature or characteristic of a person's face or body, often described in poetry or literature, that contributes to their overall appearance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lineament"
visage

a person's face or facial expression, especially when considered as an aspect of their overall appearance or character

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "visage"
beady

(of a person's eyes) small, round and bright because of interest or greed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beady"
bloodshot

(of the eyes) red and irritated, often caused by tiredness, irritation, or strain

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bloodshot"
boss-eyed

describing strabismus, a condition in which a person's eyes are misaligned and one eye turns inward or outward

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boss-eyed"
bug-eyed

having large, protruding, or bulging eyes, giving the impression of being startled, surprised, or frightened

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bug-eyed"
close-set

(of a person's eyes) positioned relatively close together, making the upper part of the face appear narrower

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "close-set"
cross-eyed

having a condition in which the eyes do not align properly and turn toward the nose

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cross-eyed"
deep-set

(of the eyes) appearing to be quite back or deep in the face

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deep-set"
doe-eyed

having large, innocent-looking eyes, typically with long lashes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "doe-eyed"
hazel

having a greenish-brown color

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hazel"
hooded

(of eyes) having a drooping or heavy upper eyelid that partially covers the eyelashes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hooded"
liquid

describing the appearance of their eyes when they appear moist or shiny, as well as the smooth and graceful movement of their facial features

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "liquid"
pop-eyed

having wide open, bulging, or protruding eyes, often due to surprise, excitement, or fear

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pop-eyed"
rheumy

(of the eyes) being red and watery as a result of sadness, old age or disease

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rheumy"
sunken

(of someone's cheeks or eyes) being hollow and curving inwards because of old age, hunger or disease

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sunken"
baby-faced

describing a person with a youthful, innocent, and soft facial appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baby-faced"
chiseled

(typically of a man) having well-defined and sharply contoured facial features, often giving the impression of strength and attractiveness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chiseled"
fresh-faced

having a young, healthy-looking face

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fresh-faced"
dimpled

having small, natural indentations or depressions in the skin, particularly in the cheeks or chin, that appear when a person smiles or laughs

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dimpled"
furrowed

having deep wrinkles or lines, especially as a result of tension, worry, or age

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "furrowed"
hatchet-faced

having a thin, bony, angular face with sunken cheeks, sharp features, and a prominent jawline, which is often considered an uncomplimentary description

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hatchet-faced"
lived-in

(of a person's face) displaying signs of age and character that make it unique and interesting, having been used and enjoyed over time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lived-in"
sculpted

describing a person's well-defined facial features that indicate a lean and toned appearance, as if they were artistically carved or molded

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sculpted"
snub-nosed

describing a a person's nose that is short, stubby, and turned up at the end, often resembling a button

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "snub-nosed"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek