pattern

Εμφάνιση - Περιγράφοντας ανδρικές εμφανίσεις

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που περιγράφουν ανδρικές εμφάνιες όπως 'καρδιοχτύπι', 'κομψός' και 'μαγνήτης'.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Appearance
adonis

a very good-looking or sexually appealing young man

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adonis"
babe magnet

a man who is considered very appealing by women

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "babe magnet"
beefcake

an attractive muscular man or a picture of such man

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beefcake"
god

a man who is perceived as exceptionally attractive, often with physical features and qualities that are considered appealing or desirable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "god"
heartthrob

a male celebrity who is considered to be sexually appealing by many women

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heartthrob"
hunk

a strong and muscular man who is sexually attractive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hunk"
ladies' man

a man who is very charming, attractive, and popular among women, often having many romantic relationships

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ladies' man"
lady killer

a man who takes advantage of women because of his appealing appearance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lady killer"
lover boy

a young man who is charming and romantic, often seen as being attractive to women

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lover boy"
Prince Charming

a young attractive man who is considered to be the perfect boyfriend or husband

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Prince Charming"
stud

a sexually attractive man who has many sexual partners

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stud"
butch

describing a woman who is perceived to have masculine traits or characteristics

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "butch"
dashing

stylish, attractive, and confident

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dashing"
debonair

(particularly of a man) handsome, stylish and full of confidence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "debonair"
dreamboat

a highly desirable or attractive person, especially a man

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dreamboat"
good-looking

possessing an attractive and pleasing appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "good-looking"
handsome

(of a man) having an attractive face and body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "handsome"
hunky

(of a man) being well-built, strong and sexually appealing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hunky"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek