pattern

Εμφάνιση - Περιγραφή της εμφάνισης

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την περιγραφή εμφανίσεων, όπως "ατημέλητος", "περιποιημένος" και "καθαρισμένος".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Appearance
fastidious

very attentive and paying close attention to small or specific aspects of a task or situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fastidious"
smart

(of people or clothes) looking neat, tidy, and elegantly fashionable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smart"
spruce

smart, stylish, and well-groomed in appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spruce"
clean-cut

neat and conventional appearance, hairstyle, or behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clean-cut"
dapper

(typically of a man) stylish and neat in appearance, often characterized by well-groomed attire and attention to detail

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dapper"
groomed

well-cared for, tidy, and well-maintained in appearance or behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "groomed"
trim

neat and well-groomed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trim"
skanky

disheveled, unkempt, or provocative appearance that is perceived as distasteful or inappropriate

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skanky"
scruffy

having an appearance that is untidy, dirty, or worn out

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scruffy"
shabby

(of a person) dressed in worn and old clothes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shabby"
down-at-heel

having a shabby or unkempt appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "down-at-heel"
disheveled

a person's untidy or messy appearance, typically their hair or clothing, as if it has not been properly groomed or cared for

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disheveled"
ragged

(of clothes) shabby, old and in poor condition

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ragged"
slovenly

lacking of cleanliness and neatness, often implying a disregard for personal hygiene or grooming

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slovenly"
windswept

describing an appearance that has been affected by the wind, often implying a slightly disheveled yet attractive look

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "windswept"
snappy

neat and stylish

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "snappy"
well-groomed

neatly and stylishly cared for in appearance, often referring to personal hygiene, hair, and clothing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "well-groomed"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek