pattern

Εμφάνιση - Φυσικά χτενίσματα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με φυσικά χτενίσματα όπως «φαλακρός», «ματ» και «φριζάρισμα».

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Appearance
bald

having little or no hair on the head

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bald"
balding

beginning to lose hair and become bald

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "balding"
shaggy

(of hair or fur) long, untidy and thick

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shaggy"
shoulder-length

(of hair) long in a way that reaches down the shoulders

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shoulder-length"
sleek

having a smooth and shiny texture, typically describing hair, fur, or skin that appears healthy and well-maintained

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sleek"
spiky

(of hair) sticking upward on the top of the head

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spiky"
bristly

Having stiff, short, and coarse hairs or bristles growing closely together

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bristly"
bushy

(of hair or fur) growing thickly in a way that looks like a bush

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bushy"
disheveled

a person's untidy or messy appearance, typically their hair or clothing, as if it has not been properly groomed or cared for

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disheveled"
flyaway

(of hair) thin and soft in a way that is hard to keep tidy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flyaway"
to frizz

to form or cause hair to form tight curls or waves, often as a result of humidity or specific hair treatments

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to frizz"
frizzy

(of hair) having a lot of small tight curls that are neither smooth nor shiny

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frizzy"
fuzzy

covered with fine short hair or fibers, often giving a soft texture

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fuzzy"
hairless

without hair; bald

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hairless"
lank

(of hair) long, thin and straight

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lank"
luxuriant

(of hair) thick, rich, and abundant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "luxuriant"
matted

(of hair or fur) twisted and stuck into a dirty mass

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "matted"
nappy

having tight curls or kinks in hair

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nappy"
scraggly

uneven, unkempt, or ragged in appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scraggly"
straight

(of hair) not curly or wavy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "straight"
thick

(of hair or fur) grown near together in large numbers or amounts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thick"
tidy

well-groomed, neat, and styled in an organized and deliberate manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tidy"
tousled

looking untidy in a pleasant way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tousled"
unkempt

(of hair) not brushed or cut neatly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unkempt"
wavy

(of hair) having a slight curl or wave to it, creating a soft and gentle appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wavy"
crinkly

(of hair) being rough and curly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crinkly"
curly

(of hair) having a spiral-like pattern

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curly"
windblown

appearing untidy because of the wind

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "windblown"
wiry

(of hair) not flexible and stiff like a wire

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wiry"
skinhead

someone whose head is closely shaved

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skinhead"
downy

having soft, fine hairs or feathers that create a fuzzy texture

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "downy"
uncombed

(of hair) not brushed or combed and therefore untidy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uncombed"
stringy

(of hair) consisting of long and thin strands

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stringy"
fuzz

a mass of curled hair or fibers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fuzz"
glossy

shiny and smooth in a pleasant way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glossy"
greasy

(of hair or skin) producing a lot of oil by nature

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "greasy"
silky

having a fine and smooth surface that is pleasant to the touch

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "silky"
shiny

bright and smooth in a way that reflects light

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shiny"
thin

(of hair) lacking thickness or volume

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thin"
frizz

the condition of being formed into small tight curls

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frizz"
shock-headed

having a bushy thick mass of hair which is unkempt

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shock-headed"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek