pattern

Εμφάνιση - Στάσεις και κινήσεις

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με στάσεις και κινήσεις όπως "lithe", "clumsy" και "lumbering".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Appearance
graceful

moving or behaving in an elegant, pleasing, and attractive way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "graceful"
coordinated

being capable of using a set of muscles to perform a single task

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coordinated"
deft

having quick and skillful movements

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deft"
languid

moving in a slow, effortless, and attractive manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "languid"
light-footed

moving fast and with grace

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "light-footed"
lithe

slender, flexible, and graceful in movement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lithe"
loose-limbed

(of a person) moving in a relaxed way, and not stiff

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loose-limbed"
nimble

quick and light in movement or action

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nimble"
supple

flexible, pliant, and able to move with ease and grace

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supple"
ungainly

moving in a way that is awkward and not smooth

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ungainly"
uncoordinated

incapable of moving one's muscles together with ease

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uncoordinated"
lumbering

moving slowly or in an awkward way because of being heavy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lumbering"
graceless

moving in a way that is not attractive or smooth

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "graceless"
clumsy

doing things or moving in a way that lacks control and care, usually causing accidents

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clumsy"
awkward

moving uncomfortably in a way that lacks grace and confidence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "awkward"
fluid

having the ability to flow or move smoothly without interruption or obstruction

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fluid"
balletic

describing a graceful and refined movement, posture or gesture that is similar to the movements performed in ballet dance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "balletic"
wooden

describing something that is stiff, rigid, or lacking in fluidity, often used to describe movements or expressions of a person or their body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wooden"
gawky

awkward or ungraceful in movement or appearance, particularly due to being tall

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gawky"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek