pattern

Εμφάνιση - Μη ελκυστικότητα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την έλλειψη ελκυστικότητας όπως "grim", "plain" και "eyesore".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Appearance
hag

an old, unattractive woman

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hag"
dog

a woman or girl who is uninteresting, unattractive, and unpleasant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dog"
ugly duckling

an unattractive or unsuccessful person or thing that later turns attractive or successful

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ugly duckling"
grotesque

very ugly in a strange or funny way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grotesque"
minger

a person who is unattractive or unkempt

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "minger"
ugly

not pleasant to the mind or senses

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ugly"
grim

unpleasant or unattractive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grim"
unattractive

not pleasing to the eye

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unattractive"
hideous

ugly and extremely unpleasant to the sight

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hideous"
unsightly

unpleasant or unattractive in appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unsightly"
monstrous

very ugly to an extent of being unnatural or frightening

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monstrous"
plain

(of a person) unattractive and ordinary

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plain"
unappealing

having features or qualities that are not aesthetically pleasing or attractive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unappealing"
homely

(of a person) not very attractive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homely"
sexless

not seen as physically desirable or attractive in a sexual context

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sexless"
sordid

not physically appealing or pleasing to the eye

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sordid"
unflattering

making less attractive or favorable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unflattering"
unlovable

difficult to love or not likely to inspire affection or warmth

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unlovable"
unlovely

unpleasant to the sight

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unlovely"
unprepossessing

lacking appeal or noticeability

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unprepossessing"
yucky

unpleasant or distasteful in appearance, taste, or smell

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yucky"
severity

plain or simple in appearance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "severity"
eyesore

something that has an extremely ugly appearance, particularly a building

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eyesore"
repugnant

extremely unpleasant and disgusting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "repugnant"
repulsive

causing a strong feeling of disgust or dislike, making one want to avoid or reject something or someone

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "repulsive"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek